Κάποτε είπε ο Γέροντας ήμουν μόνος στον Άγιο Βασίλειο, δεν ξέρω πως, έχασε το δρόμο ένας Πειραιώτης και βρέθηκε έξω από την καλύβα μου. Τον φιλοξένησα λίγο και του πρότεινα αν θέλει να διανυχτερεύσει. «όχι- όχι μου λέει φεύγω». Πως μπορείς, πάτερ και ζεις χρόνια σ` αυτά τα βράχια; Εγώ να με δέσεις θα κόψω το σχοινί να φύγω. Εσύ που μένεις; Στον Πειραιά. Και μένα του απαντώ να με δέσεις στον Πειραιά , θα κόψω το σχοινί και θα έρθω εδώ! Πράγματι ο παππούς με όλη την απλότητα έδωσε μια πολύ σοφή και εύστοχη απάντηση, και συνέχισε. Καλά, τούτο δεν είναι τίποτε. Ήλθε βράδυ τον έβαλε ο Γέροντας στο κελί του να κοιμηθεί και ο Γέροντας αγρυπνούσε στην εκκλησία. Για μια στιγμή ακούμε φωνές, κραυγές, τρέχουμε κοντά του, πέφτει απάνω μου και σφιγγόταν κι έτρεμε ολόκληρος. Τι συμβαίνει βρε ευλογημένε; Πέφτει στα ποδιά μας με κλάματα. Ήλθαν οι δαίμονες και μ` έσπασαν στο ξύλο, θα με σκοτώσουν. Πάρτε με γρήγορα στην Αγια Άννα, δεν μπορώ. Του λέει ο Γέροντας. Ησύχασε, παιδί μου, ώσπου να ξημερώσει, δεν σε ξαναχτυπάνε, λάθος έκαναν. Κάθε βράδυ εμένα πλακώνουν στο ξύλο, αλλά κατά λάθος τις έφαγες Εσύ! Όσα και να του είπαμε αυτός τίποτα. Θέλω να φύγω μας έλεγε. Τι να κάνουμε; Νύχτα σκοτεινή τον κατεβάσαμε στην Αγια Άννα.