Άλλος τις αδελφός, Γεράσιμος το όνομα, έστεκε εις την παννυχίδα του Όσιου με πολλήν ευλάβεια και πόθον ανείκαστον, ακροαζόμενος τα ανδραγαθήματα του Όσιου τους πειρασμούς όπου δοκίμασε από τον διάβολο την υπακοή οπού έκαμε εις τον θείον του γέροντα την μεγάλην υπομονή οπού είχε ταύτα λέγω και τα λοιπά άκούων, εθαύμασε και απορούσε εις τον εαυτόν του, διότι δεν είχεν ακούσει ταύτα ποτέ Τι ουν γίνεται; Εν τω καιρώ της λιτής, εξήλθον όλοι εις τον νάρθηκα, οί ψάλται ομού και ό ιερεύς μετά του διακόνου, βαστάζων και την εικόνα του Αγίου, κατά το έθος της μονής ό δε αδελφός εκείνος δεν βγήκε, άλλ' Έμεινε εν τω ναό συλλογιζόμενος την δόξα οπού έχουν οί άγιοι, όχι μόνον εις τους ουρανούς, αλλά και εις την γήν. Ταύτα και τοιαύτα διαλογιζόμενος ό Γεράσιμος, (ω του θαύματος!) βλέπει ολοφάνερα με τους σωματικούς οφθαλμούς μίαν νεφέλη, της οποίας το είδος ήταν ακατανόητο και ή θεωρία λαμπρόχρυσος, ήτις σκέπαζε όλον το θυσιαστήριο ομού και την εικόνα του Όσίου οπού ήτον εις το σύνθρονο, και όλα τα φώτα, και πάντας τους εκεί ευρεθέντες, και έστεκε τρόπον τινά, και φώτιζε πάντα, έως ου τελείωσε ή λιτή. όταν δε άνοιξε ή πύλη του νάρθηκος, και άρχισε ό δεξιός χορός να ψάλλη τα αποστίχου, επάρθη ή θεία εκείνη θεωρία της νεφέλης εις τα ύψη, και έμεινε πάλιν το ιερόν, καθώς και το πρότερον. Τότε ό αδελφός εκείνος εδιηγήθη την δρασιν εις άλλον αδελφόν, όστις και του είπε με λύπην πολλήν διατί, αδελφέ, δεν έδωκες είδησιν και εις εμέ, να θεωρήσω την δόξα ταύτην του Αγίου; Και εκείνος του άπεκρίθη δεν μου έκανε καρδίαν, αγαπητέ, όχι μόνον το σώμα μου να μετατοπίσω, άλλ' ουδέ τους οφθαλμούς, μόνον ηδυνόμην εις την γλυκύτατη εκείνη θεωρίαν, και οί οφθαλμοί μου εκεί ενητένιζον και εδόξαζον τον Θεόν και παρεκάλουν τον Αγιον, ίνα δια πρεσβειών του αξιωθώ να θεωρήσω και την αληθινή εκείνη δρασιν της αγίας Τριάδος, όχι εν εσόπτρω και αινιγματωδώς, ως εδώ, κατά τον μακάριο Παύλο, αλλά πρόσωπον προς πρόσωπον, το όποιον βλέπουσι δια παντός και οί άγιοι άγγελοι εν ούρανώ. Ταύτα άκούων ό αδελφός, αναχώρησε χαίροντας.