Πήγαν εκείνοι, ευρήκαν, έφεραν τους 11 οικοδόμους. Ό δε Όσιος πρώτον μεν δείχνει εις αυτούς τον τόπον οπού εβούλετο να θεμελίωση την έκκλησίαν, έπειτα και την επίλοιπο οικοδομήν άλλ' εκείνοι βλέποντες το απόκρημνο και κινδυνώδες του τόπου, του αποκρίνονται τι λέγεις, άββά; Χωρατεύεις ή αληθεύεις; Των αδυνάτων είναι να επιχειρισθούμεν αυτού οίκοδομήν, επειδή και στοχαζόμεθα, ότι μέλλει να κινδυνεύση όχι μόνον ή εδική μας ζωή, αλλά και εκείνων οπού έχουν να κατοικήσουν εις αυτόν τον τόπον τον επικίνδυνο επειδή δε ό Άγιος με πολλούς και διάφορους λόγους δεν τους κατάπεισε να επιχειρισθούν τα οικοδομήματα, πρόσταξε και τους έβαλαν τράπεζαν δια να γευθούν. Και εκείνοι μεν έτρωγαν, ένας δε από τους μαθητάς του Όσιου, εκεί οπού τους κερνούσε το κρασί όρθιος, φθόνω του πονηρού, δεν ήξεύρω πώς υπεσκελίσθη, και έπεσε κάτω από την πέτραν εις το άμετρο εκείνο βάθος, κρατώντας εις το ένα χέρι το αγγείο οπού είχε το κρασί, και εις το άλλο το ποτήριον γεμάτο και τούτο βλέποντες οι οικοδόμοι, έλαβον αιτία και έλεγαν εις τον Όσιο μετά θυμού• δια τι, άββά, επεχειρίσθης τοιαύτα πράγματα, και έγινες αιτία του τοιούτου φόνου; Άλλα και αν θέλαμε συμφωνήσωμε εις τον σκοπό σου και ημείς, πόσοι άλλοι έμελλον να φονευθούν έπειτα; Ό δε Άγιος σιωπώντας προσηύχετο εις την Κυρία Θεοτόκο εκ βάθους ψυχής, δια να μη καταισχύνη βουλή πτωχού τω πνεύματι και (ω των ανέκφραστων θαυμάσιων σου, Δέσποινα! Τις δύναται να ύμνηση τα μεγαλεία σου;) δεν πέρασε μισή ώρα, και ιδού ήρχετο από το άλλο μέρος ο κρημνισθείς αδελφός, όλος υγιής και παντάπασιν άβλαβης, τη βοήθεια της παναμώμου Παρθένου, βαστώντας το ποτήριον και το αγγείο με το κρασί, όχι μόνον ασύντριφτα, αλλά και χωρίς να χυθή τελείως το κρασί. Και τούτο το θαύμα ιδόντες εκείνοι οί πρώην αυθάδεις οικοδόμοι, έφριξαν και τρόμαξαν, και έπεσαν εις τους πόδας του Αγίου, ζητούντες συγχώρησιν, λέγοντες: Τώρα γνωρίσαμε, πάτερ, ότι είσαι άνθρωπος του Θεού και δεν στάθηκαν έως εδώ, αλλά τον βίασαν, και τους κούρευσε όλους μοναχούς.