(Σημ. Aragorn : Το παρακάτω περιστατικό αφορά την επιτυχημένη προσπάθεια του συντάκτη του περιοδικού Strange Δημήτρη Τερζή να ξεπεράσει διάφορα εμπόδια και να παρακολουθήσει από κοντά έναν εξορκισμό). Η πρώτη μας επαφή με τη μονή Κυπριανού και Ιουστίνης έγινε τηλεφωνικά. Ο άγιος ηγούμενος, συζητήσιμος μεν, επιφυλακτικός δε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση και μετά από τα κρούσματα τηλεοπτικής καταγραφής, πριν από μερικά χρόνια, τέτοιου είδους κύκλοι – που εκ φύσεως λειτουργούν ως γκέτο – λειτουργούν μέσα σε ένα επίπεδο επικοινωνίας καθαρά κλειστό, στο οποίο τον πρώτο λόγο έχουν οι πληροφορίες και οι γνωριμίες από στόμα σε στόμα. Τελικά με την εκδήλωση - εκ μέρους μας – ενδιαφέροντος εκπλήρωσης ενός (χρηματικού) τάματος, το θέμα διευθετήθηκε και ακολούθησε η ημέρα επίσκεψης. Η πρώτη επίσκεψη δεν προξένησε κανένα ενδιαφέρον. Πέραν της «αναγνώρισης του εδάφους» και της εισαγωγής σε ένα ανάλογο κλίμα, δε βγήκε τίποτα περισσότερο. Η γνωριμία μας με τον άγιο ηγούμενο έγινε κανονικά και ακολούθησαν κάποια κεράσματα. Πάνω στη συζήτηση που είχε αρχίσει να ζεσταίνει κάπως την ατμόσφαιρα, ο φίλος που βρισκόταν μαζί μου, άνοιξε το θέμα των εξορκισμών, μιλώντας για την περίπτωση ενός συγγενή του, ο οποίος αντιμετώπιζε κάποια προβλήματα συμπεριφοράς και μελαγχολίας. Μέσα από ένα διερευνητικό πλαίσιο ερωτήσεων φτάσαμε στο καίριο σημείο, τοποθετώντας διακριτικά τη πρόθεσή μας να φέρουμε αυτό το άτομο στη μονή, προκειμένου να του διαβαστεί κάποια ευχή. Το αίτημά μας έγινε δεκτό πολύ πιο εύκολα απ’ όσο νομίζαμε ότι θα γινόταν. Η δεύτερη επίσκεψή μας έγινε δύο μέρες αργότερα. Εννοείται ότι κανένας από τη παρέα των τριών δεν ήταν άρρωστος, απλώς υπήρχε μεγάλο και κοινό ενδιαφέρον γι’ αυτό που λέγεται εξορκισμός, έτσι αναγκαστήκαμε όλοι να υποδυθούμε για λίγο, κάτι άλλο από αυτό που ήμασταν προκειμένου να έχουμε τη δυνατότητα να δούμε από κοντά το τι πραγματικά συνέβαινε. Εδώ οφείλω να ευχαριστήσω θερμά τους φίλους Η.Α. και Χ.Κ. που στάθηκαν πολύτιμοι αρωγοί στη συγγραφή αυτού του κειμένου. Φτάσαμε λοιπόν στο μοναστήρι αργά το απόγευμα και αφού προηγουμένως ο Χ.Κ. είχε καταβάλει μεγάλες προσπάθειες προκειμένου να έχει ένα μελαγχολικό, όσο και «χαμένο» ύφος. Μπήκαμε στη μονή και αφού παρκάραμε το αυτοκίνητο ζητήσαμε τον ηγούμενο. Ο μοναχός που μας υποδέχθηκε μας είπε ότι ο ηγούμενος θα μας έβλεπε στη συνέχει και μας κάλεσε να καθίσουμε σε ένα μικρό παγκάκι. Στο διάστημα της αναμονής μας, το οποίο κράτησε περίπου ένα τέταρτο της ώρας, είδαμε άλλα δύο αυτοκίνητα να έρχονται και οι επιβάτες τους να παίρνουν ακριβώς τις ίδιες οδηγίες αναμονής. Περιεργάστηκα για αρκετή ώρα τα πρόσωπα των πέντε άλλων ανθρώπων που βρέθηκαν δίπλα μας, προσπαθώντας να αντιληφθώ από τυχαίες κινήσεις ή μη, ποιος ακριβώς είχε το «πρόβλημα». Δεν τα κατάφερα και για ένα λεπτό έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται πόσο γελοία ήταν όλα αυτά και τι ακριβώς προσπαθούσαμε να κάνουμε. Λίγο αργότερα τις σκέψεις μου διέκοψε ο μοναχός που μας είχε υποδεχθεί, παρακαλώντας μας ευγενικά να παραχωρήσουμε τη θέση μας σ’ αυτούς που είχαν έρθει τελευταίοι, για λόγους που δεν μας εξήγησε. Αυτοί, αποτελούνταν από έναν άνδρα γύρω στα 45, έναν άλλο γύρω στα 30 και ένα τρίτο γύρω στα 25. Οφείλω να ομολογήσω, ότι ο τελευταίος είχε μια υπερκινητικότητα, μια νευρικότητα, η οποία βέβαια δεν μπορούσε να με κάνει να πιστέψω ότι είναι δαιμονισμένος. Τους παραχωρήσαμε τη θέση μας και τους είδαμε να μπαίνουν σ’ ένα παρεκκλήσι, στο εσωτερικό της μονής. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, σιωπήσαμε εντελώς, λειτουργώντας μάλλον ενστικτωδώς, αναμένοντας κάτι το οποίο όμως δεν ξέραμε τι είναι. Οι φωνές και οι χτύποι ακολούθησαν λίγο αργότερα. Με το νευρικό μας σύστημα σε κατάσταση πανικού πλησιάσαμε το μοναστήρι… Υπάρχουν στιγμές που η λογική αρνείται να δεχτεί αυτό που βλέπει. Πόσο μάλλον όταν στο μυαλό σου κυριαρχεί η σκέψη πως αυτό που αντικρίζεις εμπρός σου, είναι κάτι που μπορεί να συμβεί μόνο σε μια κινηματογραφική σκηνή, πως δεν είναι πραγματικό, πως βρίσκεσαι σε μια κατάσταση αυτούπνωσης, σε μια άλλη διάσταση στην οποία παρευρίσκεται μόνο το σώμα σου και που αρνείται πεισματικά να συμμετάσχει το μυαλό σου. Η όλη σκηνή, όπως προσπαθώ να την ανακαλέσω τώρα στη μνήμη μου, δύο μέρες μετά το συμβάν, γράφοντας αυτές τις γραμμές, είναι ομιχλώδης, ξεθωριασμένη σε κάποια σημεία, ακροβατεί ανάμεσα στο όνειρο και σε μια πραγματικότητα που μοιάζει να την αντίκρισα πριν από πολλά χρόνια. Η μόνη λογική εξήγηση γι’ αυτό, έγκειται στους μηχανισμούς αυτοπροστασίας του οργανισμού, προκειμένου να σε προφυλάξει από την παράνοια. Το φως που έμπαινε από τη μισάνοιχτη είσοδο ήταν λιγοστό – σούρουπο γαρ – δυνάμωνε λίγο περισσότερο μέσα με τη βοήθεια τριών, τεσσάρων κεριών και άλλων ισάριθμων καντηλιών στις βυζαντινές εικόνες. Η μυρωδιά του λιβανιού γέμιζε το χώρο και το ξύλο, που κυριαρχούσε παντού με τη μορφή διάφορων κατασκευών, σε προδιέθετε ευνοϊκά, προσφέροντάς σου μία, σχετική γαλήνη. Μια γαλήνη που σε τακτά χρονικά διαστήματα πλέον διακοπτόταν από ένα αγκομαχητό, αναμεμειγμένο με μια φωνή ξένη, που άφηνε άναρθρους ήχους διαφορετικής τονικότητας. Περπατήσαμε αργά δίχως το παραμικρό θόρυβο προς την εσωτερική γωνία του παρεκκλησιού προκειμένου ν’ αποκτήσουμε οπτική επαφή με τα γεγονότα. Μπροστά από την Ωραία Πύλη στεκόταν αγέρωχος ένας ιερομόναχος, φορώντας το ράσο του και το πετραχήλι. Στο χέρι του κρατούσε ένα απλό, ξύλινο σταυρό, τοποθετημένο στο κεφάλι του παιδιού που στεκόταν πριν λίγο μαζί μας έξω. Οι συνοδοί του βρισκόταν λίγο πιο πίσω, παρακολουθώντας συγκλονισμένοι, όπως έδειχναν την τελετή. Το παιδί στηριζόταν στο ένα γόνατο, ωσάν εν δυνάμει ιππότης που έπαιρνε το χρίσμα από το βασιλιά του. Μπορεί ν’ ακούγεται γελοίο αλλά μέσα στη παράνοια της στιγμής ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό. Κανείς δε φάνηκε να ενοχλείται από τη παρουσία μας αν και για να είμαι ακριβής, οι άλλοι δύο έμειναν λίγο πιο πίσω από μένα κι έμειναν απαρατήρητοι. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν ξέρω αν είχαν αντιληφθεί καν τη παρουσία μου. Ο ιερομόναχος βρισκόταν στην αρχή της ευχής του Μεγάλου Βασιλείου, «Εξορκίζω σε, τον αρχέκακον της βλασφημίας…», με βαθιά σταθερή φωνή που καθόλου δεν επηρεαζόταν από το όλο κλίμα. Στον αντίποδα ο νεαρός βρισκόταν κυριολεκτικά αλλού. Πεσμένος στο ένα γόνατο, με το σταυρό στο κεφάλι του, έμοιαζε λες και δεν μπορούσε να σηκώσει το βάρος του και από την άλλη πως δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από πάνω του. Τα χέρια του κινιόταν σπασμωδικά γύρω από τον άξονά του, παλεύοντας στον αέρα. Αυτό όμως που ήταν κυριολεκτικά αποτρόπαιο όσο και ανατριχιαστικό ήταν η ολοκληρωτική αλλαγή στα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Δεν ξέρω αν εκείνο το απόγευμα είδα στο πρόσωπο του νεαρού τη μορφή του Εωσφόρου, αυτό όμως που αντίκρισα ήταν το ολοκληρωτικό τράβηγμα των χαρακτηριστικών του προσώπου του, η συνολική σύσπαση των μυών του, οι φλέβες που είχαν πάρει μια περίοπτη, ανάγλυφη θέση πάνω στο δέρμα του και τα δάκρυα που έτρεχαν ασταμάτητα από τα κατακόκκινα μάτια του. Αν και η απόσταση μεταξύ μας ήταν περίπου δέκα βήματα, όλα αυτά ήταν ξεκάθαρα. Το δεύτερο ανατριχιαστικό στοιχείο ήταν η χροιά της φωνής που σε καμία περίπτωση δεν έμοιαζε με παιδιού 25 χρονών. Βραχνή, βαθιά, λες και έβγαινε από πηγάδι ή κάποια σπηλιά, έμοιαζε περισσότερο με η φωνή ενός πολύ γερασμένου ανθρώπου που είχε καπνίσει πολύ στη ζωή του. Οι άναρθρες κραυγές από τις οποίες δεν μπορούσες να βγάλεις νόημα διακόπτονταν συχνά από ένα περίεργο ήχο, προϊόν των φωνητικών χορδών του, που έμοιαζε με σφύριγμα φιδιού ή ακόμη καλύτερα με τον ήχο που κάνει η γάτα όταν νιώθει ότι απειλείται. Ήταν ένα μακρόσυρτο, αλλά συνάμα πνιχτό «χχχχχχχχχχ»… Στα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν το χέρι του νεαρού έπιασε τον ιερομόναχο από το ράσο, σε μια προσπάθεια να τον τραβήξει προς τα κάτω. Εκείνος, είτε από εμπειρία, είτε από αντίδραση, πήρε μια πιο σταθερή στάση και το χέρι του πίεσε περισσότερο το σταυρό πάνω στο πρόσωπο του παιδιού, δυναμώνοντας συγχρόνως το τόνο της φωνής του. Ένοιωσα να απειλούμαι. Αισθάνθηκα τις τρίχες μου να ορθώνονται και οι «σένσορές» μου έπιασαν κάτι αόρατο αλλά αφάνταστα τρομακτικό να πλανιέται στον αέρα. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά γρηγορότερα και ένιωσα μια εσωτερική φωνή μέσα μου να ψιθυρίζει τη λέξη «πιστεύω». Ο ψίθυρος αυτός άρχισε να δυναμώνει μέσα μου σταδιακά και συγχρονισμένα για να καταλήξει σε μια κραυγή. Την αμέσως επόμενη στιγμή συνέβησαν δύο πράγματα. Ο νεαρός ξέρασε στο πάτωμα αφήνοντας μια μακρόσυρτη ανατριχιαστική κραυγή και εγώ άρχισα να βαριανασαίνω λες και μόλις είχα τελειώσει μια μεγάλη κούρσα χιλιομέτρων. Ο νεαρός έπεσε λιπόθυμος στο πάτωμα και οι δικοί του πήγαν να τρέξουν στο πλάι του. Ο ιερομόναχος τους έκανε πέρα, έσκυψε πάνω στο νεαρό και συνέχισε το έργο του. Εκείνος όμως έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται πια τι συμβαίνει. Είχε πάρει μια εμβρυακή στάση, το κορμί του διαταρασσόταν από κύμα σπασμών και άφηνε ένα γοερό ήχο σαν κλάμα να φεύγει από το στήθος του. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω σ’ αυτό που είχε βγάλει από τα σπλάχνα του και καρφώθηκε εκεί. Έμοιαζε με μία παχύρρευστη πρασινοκίτρινη μάζα η οποία απλωνόταν αργά στο πάτωμα. Δεν ξέρω αλλά εκείνη τη στιγμή ήρθε στο μυαλό μου η ταινία The Blob. Εκείνη την ώρα συνειδητοποίησα το γεγονός ότι στηριζόμουν στο κολωνάκι του τέμπλου μιας εικόνας. Άφησα το παρεκκλήσι την ώρα που ο ιερομόναχος τελείωνε την ευχή του και σηκωνόταν και την ώρα που οι συνοδοί του νεαρού με τη βοήθεια ενός άλλου μοναχού που βγήκε μέσα από το ιερό, τον σήκωναν και έριχναν λίγο νερό - αγίασμα (;) στο πρόσωπό του… Αποχωρίσαμε από το μοναστήρι σαν κλέφτες, μπαίνοντας γρήγορα στο αυτοκίνητο και χωρίς να χαιρετίσουμε κανένα. Ο Η.Α. αν και δεν είχε δει τίποτα. «σανίδωσε» το γκάζι, παίρνοντας αρκετά επικίνδυνα τις στροφές φέρνοντας μας πίσω στο πολιτισμό και στην ασφάλεια της πόλης. Το μοναστήρι χάθηκε πίσω από τις πλαγιές και στο σκοτεινό μανδύα της νύχτας που είχε αρχίσει να κυκλώνει τη πλάση.