Η εμφάνιση της Πατρινέλλας
Ημερομηνία: 08/09/2005
Καταχωριτής: Aragorn
Πηγή: Τόποι δύναμης στην Ελλάδα, Θανάσης Βέμπος, Εκδόσεις Αρχέτυπο, σελ. 166
Σύμφωνα με μια παλιά μαρτυρία της Βασιλικής Χ. που ανάγεται στο 1919, η Πατρινέλλα εθεάθη σαν «γυναικεία, λευκή φιγούρα με μακριά μαλλιά, άδειο βλέμμα η οποία φαινόνταν να χάνεται κάτω από το ύψος της μέσης, έτσι ώστε να δίνει την εντύπωση ότι δεν πατούσε πουθενά». (Φανή Πανίτσα, Σκιές από το παρελθόν, περιοδικό Terra Incognita, τεύχος 5, Χειμώνας 1997-98)
7 Σχόλια:
Ο αφηγητής συνέχισε:
Στα χρόνια που ζούσε η Πατρινέλα, η Ελλάδα δεν είχε αποκτήσει τα σημερινά της σύνορα. Η Κωνσταντινούπολη δεν είχε ακόμη κατακτηθεί από τους Τούρκους και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, της οποίας ήταν η πρωτεύουσα, εκτεινόταν στην Αφρική, την Ασία και την Ευρώπη. Πανίσχυρο το ελληνικό αυτό κράτος, έλαμπε από τον πολιτισμό του, τους θριάμβους του και τη δύναμή του, ενώ οι κάτοικοί του έλεγαν με υπερηφάνεια ότι ήταν οι υπήκοοι του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου.
Η Πάτρα ήταν και τότε μια σημαντική πόλη, πλούσια και αρκετά μεγάλη. Επιδιδόταν, μάλιστα, στη μεταξουργία. Ολόγυρα στην πόλη άπλωναν τα πράσινα φυλλώματά τους απέραντα δάση από μουριές, που κατέστρεψε ο Ιμπραήμ Πασάς το 1821.
Με τη μεταξουργία ασχολούνταν και ο πατέρας της Πατρινέλας, ο Ιωάννης, ένας από τους πιο τρανούς άρχοντες του τόπου. Είχε, δε, πολλά εργαστήρια, τα οποία λέγονταν τότε καντρέδες. Έτσι, απ’ τους καντρέδες αυτούς πήρε το όνομά της ολάκερη η συνοικία των Πατρών, οι καντρέδες του Ιωάννη τότε, τα Καντριάνικα σήμερα.
Η κόρη του άρχοντα Ιωάννη με τους καντρέδες, η καλή μας η Πατρινέλα, ονομαζόταν Ευγενία. Ήταν αληθινά ωραία, καλή, πασίχαρη, μα ταυτοχρόνως, ήταν εγγράμματη και ευφυής. Ήταν Χριστιανή, αλλά και Χριστιανή να μην ήταν, ασφαλώς θα είχε θρησκεία της την αγαθότητα και τη φιλανθρωπία. Οι Πατρινοί τη δακτυλοδεικτούσαν και μακάριζαν τον άρχοντα πατέρα της.
Μια μέρα, κατέπλευσε στο λιμάνι της Πάτρας ένα πλοίο, του οποίου η χρυσοπόρφυρη πρώρα και τα φλάμπουρα, που κυμάτιζαν στους ιστούς, δήλωναν ότι ανήκε στην αποκλειστική υπηρεσία του Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Η είδηση διεσπάρη ευθύς και σε λίγο, άρχισαν να φτάνουν στο λιμάνι, για να υποδεχτούν τον σπουδαίο επιβάτη του αυτοκρατορικού καραβιού, οι διάφοροι βαθμούχοι του Κράτους, που βρίσκονταν στην πόλη: Αξιωματικοί, Κλεισουράρχες, χαλκόφραχτοι Δρουγγάριοι και όλοι οι άρχοντες του τόπου και ανάμεσά τους, φυσικά, και ο άρχοντας Ιωάννης, μαζί με την κόρη του, την Ευγενία, που άστραφτε από νιάτα κι ομορφιά.
Ο επιβάτης του αυτοκρατορικού στόλου ήταν ο Στρατηγός Θεοφιλίτσης, ένας από τους πλέον σημαίνοντες ανθρώπους του Βυζαντίου την εποχή εκείνη. Ευλαβής Χριστιανός, ερχόταν στην Πάτρα, για να προστατεύσει τον τάφο του Αγίου Ανδρέα, στο μοναστήρι που υπήρχε τότε στην παραλία της πόλης. Ο Άγιος Ανδρέας, ως γνωστόν, μαρτύρησε στην Πάτρα.
Ο Θεοφιλίτσης, λοιπόν, ήταν ικανότατος Στρατηγός, μα, ως άντρας, ήταν κοντός και άσχημος. Αλλά, ήταν ευφραδέστατος, σπινθηροβόλος στο πνεύμα και θαυμαστός στην ομιλία.
Το βλέμμα του, από την πρώτη κιόλας στιγμή, αναπαύθηκε χαρούμενο πάνω στο πρόσωπο της Ευγενίας, η οποία, κατακόκκινη, έκλινε το γόνυ, για να τον χαιρετήσει, όπως του έπρεπε.
-Πώς είναι το όνομά σου; τη ρώτησε ο Θεοφιλίτσης.
-Ευγενία, του αποκρίθηκε η καλή μας η Πατρινέλα, η κόρη του άρχοντα Ιωάννη.
-Φαντάζομαι ότι τα ρόδα της Αχαΐας δε θ’ ανθίζουν, όπως εσύ, της χαμογέλασε ο Στρατηγός.
Τότε, ο διακεκριμένος εκπρόσωπος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είπε στον άρχοντα Ιωάννη:
-Ασφαλώς, το όνομα της θυγατέρας σου θα ανταποκρίνεται προς το ήθος της και την ειδή της.
-Ευχαριστώ, απάντησε απλώς ο Ιωάννης, κολακευμένος που η κόρη του μαγνήτισε το βλέμμα ενός τόσο σημαντικού ανθρώπου.
Αν και ο Στρατηγός Θεοφιλίτσης είχε έρθει στην Πάτρα για λίγες μόνο μέρες, ήταν πεπρωμένο του τελικά να μείνει για πολλές εβδομάδες. Προσκύνησε τον τάφο του Αγίου Ανδρέα, αλλά δεν αισθανόταν καμιά απολύτως διάθεση να αναχωρήσει. Και το δικαιολογούσε, υποστηρίζοντας πως είχε μαγευθεί από τα κάλλη τούτης εδώ της πόλης, μα αυτό που τον είχε κυριολεκτικά μαγέψει, ήταν τα όμορφα μάτια της Ευγενίας.
Δίχως αμφιταλαντεύσεις και χρονοτριβές, πήρε τους συνοδούς του και κίνησε για το σπίτι του άρχοντα Ιωάννη. Μα, ο ίδιος απουσίαζε κι έτσι, τον υποδέχτηκε η Ευγενία, ντυμένη με μια ζωηρόχρωμη μεταξωτή εσθήτα. Ο Στρατηγός δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από πάνω της, αλλά κι εκείνη κολακεύθηκε από το έκδηλο, αλλά αξιοπρεπές και συγκρατημένο ενδιαφέρον του. Έμεινε αρκετή ώρα μαζί της, συζητώντας για τα κάλλη της Πάτρας και την αρχαία ελληνική φιλολογία.
Φεύγοντας, της είπε:
-Προσκυνώ το ρόδο της Αχαΐας.
Και η Ευγενία απάντησε:
-Κι εγώ τον μέλλοντα αφέντη του Βυζαντίου.
Ο Στρατηγός Θεοφιλίτσης ψυχανεμίστηκε πως και η όμορφη κόρη έτρεφε αισθήματα για το πρόσωπό του. Περιχαρής, ευδιάθετος και χαμογελαστός, αποχώρησε με μια βαθιά υπόκλιση.
Ήταν μια νύχτα φθινοπώρου, γύρω στις τρεις και το φεγγάρι έλουζε την κόμη της Πάτρας, αλλά και την κόμη μιας λευκοντυμένης γυναίκας, που διολίσθαινε αθόρυβα ανάμεσα στις δεντροστοιχίες, ακροπατώντας μέσα στις πηχτές σκιές της νύχτας. Ήταν η Ευγενία, που γλιστρούσε κρυφά έξω από την εξώπορτα του σπιτιού της. Μα, πού να πήγαινε τέτοια ώρα η καλή αρχοντοπούλα;
Η Ευγενία, λοιπόν, όπως ήταν το πραγματικό όνομα της Πατρινέλας, εξακολουθούσε να προχωρεί σαν σκιά ανάμεσα στις δεντροστοιχίες του κήπου. Κι έξαφνα, βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη πόρτα που εμπόδιζε την έξοδο. Χωρίς δισταγμό, άπλωσε το χέρι, την άνοιξε και ψιθύρισε σε κάποιον, ο οποίος προφανώς περίμενε απ’ έξω: “Έλα…”
Δε χρειάστηκε να επαναλάβει την πρόσκλησή της. Ευθύς, μια άλλη σκιά διολίσθησε στον κήπο. “Ας μην μείνουμε εδώ. Πάμε να καθίσουμε στο πεζούλι, πλάι στην Κρήνη των Νυμφών”, είπε πάλι η όμορφη κοπέλα.
Βάδισαν για λίγο πλάι-πλάι κι όταν έφτασαν κοντά στην κρήνη, που ονομαζόταν Κρήνη των Νυμφών, διότι το νερό κατέρρεε από ένα σύμπλεγμα αγαλμάτινων νυμφών, κάθισαν στο πεζούλι. Απόλυτη σιγή βασίλευε στο μέρος αυτό του κήπου και μόνο το διαρκές μουρμουρητό των γάργαρων υδάτων διέκοπτε την απέραντη γαλήνη.
Ο άνθρωπος, που μπήκε μες στον κήπο του αρχοντικού την προχωρημένη εκείνη ώρα της νύχτας, πήρε απαλά το χέρι της Ευγενίας κι άρχισε να μιλά τρυφερά, σκυμμένος στον ώμο της. Ήταν ο επιφανής αυτός Στρατηγός του Βυζαντινού Κράτους, ο Θεοφιλίτσης, που για πολλοστή φορά βρισκόταν κρυφά μαζί με την αγαπημένη του στην αυλή του σπιτιού του πατέρα της, του άρχοντα Ιωάννη. Οι δυο τους έμοιαζαν παράφορα ερωτευμένοι.
Μα, σίμωσε η μέρα της αναχώρησης του Στρατηγού πίσω στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον περίμεναν τόσες υποχρεώσεις, τις οποίες είχε αμελήσει για τόσον καιρό, που εξακολουθούσε να μένει στην Πάτρα, για χάρη των όμορφων ματιών της. Είτε επειδή ο Θεοφιλίτσης βαρέθηκε να παίζει τον ρόλο του ερωτευμένου, είτε επειδή η υπηρεσία του όντως τον καλούσε, έφυγε τελικά για το Βυζάντιο, από το οποίο δεν επρόκειτο να επανέλθει, παρά τη φλογερή υπόσχεση που είχε δώσει στην καλόψυχη Ευγενία.
Έτσι, η νεαρή γυναίκα απόμεινε μονάχη της στην πόλη, που τόσο αγαπούσε, να μαραίνεται ολημερίς και μάταια να προσδοκά την επιστροφή του αγαπημένου της. Πέρασαν δύο ολόκληρα χρόνια, κατά τα οποία ο Στρατηγός δεν της έγραψε ούτε ένα γράμμα, ούτε μια λέξη, για να της δείξει πως έστω τη θυμόταν.
Και στο συμπλήρωμα των δύο αυτών ετών, η Ευγενία έγραψε μια επιστολή στον πατέρα της, εξέθετε την απελπισία της και δίχως να ειδοποιήσει κανέναν, μπήκε στο πρώτο πλοίο, που απέπλεε για το Βυζάντιο και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, για να βρει τον εραστή της.
Ο Θεοφιλίτσης, όταν είδε μια μέρα ξαφνικά ενώπιόν του την όμορφη Πατρινιά, την Ευγενία, που μετουσιώθηκε κατόπιν στο καλό στοιχειό της αχαϊκής πρωτεύουσας, συγκινήθηκε και προσπάθησε να κερδίσει και πάλι την εμπιστοσύνη της. Κι αφού το κατόρθωσε, της ανακοίνωσε ότι θα έπρεπε να επιστρέψει πίσω στο σπίτι της, διότι εκείνος θα ετίθετο επικεφαλής μιας εκστρατείας κατά των απίστων. Της υποσχέθηκε, όμως, ότι μόλις επέστρεφε, θα πήγαινε στην Πάτρα να τη συναντήσει και να τη νυμφευθεί.
Η Ευγενία, τελικά, πείστηκε και γύρισε περιχαρής πίσω στο σπιτικό της, όπου, όμως, αδίκως τον περίμενε για δυο χρόνια ακόμη. Και τότε, απελπισμένη, μα ανένδοτη, έλαβε ξανά την απόφαση να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση.
Μα, εκείνη τη χρονική περίοδο, ο Θεοφιλίτσης, βοηθούμενος από τον στρατό, είχε καταλάβει το Παλάτιον και χρίσθηκε Αυτοκράτορας. Ευθύς, δε, για να αποδείξει στον λαό την ικανότητά του, εκστράτευσε κατά των απίστων. Έτσι, η Ευγενία δεν τον βρήκε στη θέση του. Χωρίς να χάσει καιρό, μιας και ήταν τολμηρή και αποφασισμένη, ακολούθησε τον δρόμο του στρατού του Θεοφιλίτση, μέχρις ότου, μετά από κοπιαστικό ταξίδι πολλών εβδομάδων, τον συνάντησε επιτέλους στα άγρια και αφιλόξενα υψίπεδα της Αρμενίας.
Ο Θεοφιλίτσης, μόλις την αντίκρισε, εξαγριώθηκε, εξοργίστηκε και δεν τήρησε ούτε τα προσχήματα στους τρόπους. Αφού την πρόσβαλε με τα πικρά του λόγια, την εκδίωξε. Κάλεσε έναν Αξιωματικό και δυο στρατιώτες και τους ανέθεσε να την επιστρέψουν άμεσα πίσω στον τόπο της. Διέταξε να μην την αφήσουν ελεύθερη, παρά μονάχα όταν πατούσε στα χώματα της γενέτειράς της.
Απογοητευμένη, αποκαρδιωμένη, μα συνάμα γελασμένη, ταπεινωμένη και εξυβρισμένη, η Ευγενία επέστρεψε στην πατρίδα της. Το δράμα της έγινε γνωστό στους συμπατριώτες της, που τη συμπόνεσαν ειλικρινώς, διότι την αγαπούσαν όλοι και είχαν βοηθηθεί επανειλημμένως από τις καλοσύνες και τις αγαθοεργίες της.
Ο πατέρας της, ο άρχοντας Ιωάννης, δεν ξεστόμισε τίποτε στην κόρη του. Πολλές φορές, όμως, έκλαιγε πικρά. Την ημέρα, που επέστρεψε στην Πάτρα η Ευγενία, δεν ήταν πια η ίδια. Η ωχρότητα είχε καλύψει τις παρειές της, το βήμα της ήταν ασταθές και το υπερήφανο παράστημά της κάμφθηκε από τον εξευτελισμό και την απρόσμενη συμφορά. Μαράζωνε και έσβηνε η άμοιρη κοπέλα, μέχρι που μια μέρα του καλοκαιριού, το ερωτικό μαράζι και η σκληρή ταπείνωση, που της είχε επιβάλλει ο αγαπημένος της, της σφάλισαν τα μάτια μια και καλή.
Τα πικρά μαντάτα του άδικου θανάτου της Ευγενίας συγκλόνισαν τους Πατρινούς. Όλοι οι συντοπίτες της την έκλαψαν, γιατί όλοι την αγαπούσαν κι αφού την έθαψαν κάτω από το κάστρο, χάραξαν την εικόνα της στην είσοδό του.
Από τότε, το Κάστρο της Πάτρας στοιχειώθηκε από την αδικοχαμένη κόρη, που έγινε το καλό στοιχειό, η καλή μας Μοίρα, η δική μας η Πατρινέλα. Έτσι, κάθε φορά που η πόλη κινδύνευε, εκείνη ξεμαρμάρωνε απ’ το ανάγλυφο του τείχους και σεργιάνιζε τους δρόμους, για να μας προειδοποιήσει για κάθε κακό, για κάθε συμφορά, που ερχόταν να μας πλήξει.
https://strangepress.gr
Βρείτε μας και εδώ : https://twitter.com/Paranormap
Ιδού, λοιπόν, το δεύτερο μέρος του άρθρου που εκπόνησε, σχετικά με το περίφημο κάστρο των Πατρινών και τους θρύλους του.
Σ’ έναν καφενέ, στη συνοικία Καντριάνικα, ο Αγγελομάτης άκουγε προσεκτικά τον συνομιλητή του να του αφηγείται την ιστορία της Πατρινέλας:
Ήταν το 1909, αγαπητέ μου. Δυο μόλις μέρες προτού ξεσπάσει η κατάρα της χολέρας στην Πάτρα, δυο μόλις μέρες προτού σημειωθεί το πρώτο κρούσμα, η Πατρινέλα ζωντάνεψε και κατέβηκε από το μάρμαρο, που τη συγκρατούσε.
Ήταν περίπου δύο το μεσημέρι και ο περισσότερος κόσμος βρισκόταν στα σπίτια του. Έξαφνα, θόλωσε ο ουρανός κατά το μέρος του κάστρου, μια βοή υψώθηκε κι όλοι όσοι ήταν έγκλειστοι στις φυλακές του Μαργαρίτη, μα κι όσοι βάδιζαν στους δρόμους, την είδαν ολοζώντανη να ξεχύνεται σαν σίφουνας. Τα μαλλιά της ανέμιζαν, το πρόσωπό της ήταν αγριεμένο και το αρχαίο της φόρεμα κυμάτιζε σαν λάβαρο πολέμου. Δεν την είχα δει ποτέ άλλοτε. Εκείνη τη στιγμή την πρωτοαντίκρισα. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν τα μάτια της, που φεγγοβολούσαν σαν διαμάντια.
Στην αρχή, καθώς προχωρούσε, τη συνόδευε ένας μανιασμένος αγέρας και μια αλλόκοτη βοή σκορπιζόταν στο πέρασμά της. Βημάτιζε αμίλητη, στητή, ψηλή κι αγέρωχη, κοιτάζοντας διαρκώς μπροστά της.
Οι Πατρινοί, που γνωρίζουν τις ιδιοτροπίες της από τα χρόνια τα πολύ παλιά και από τις πολλές φορές που είχε κατεβεί στην πόλη, έσπευσαν να εξαφανιστούν και να χωθούν γοργά στα σπίτια τους. Η Πατρινέλα δε θέλει να τη βλέπουν, ούτε να μιλούν στο διάβα της, αλλιώς, τους δένει τη μιλιά κι άχνα δε βγαίνει απ’ το στόμα τους. Και στους περισσότερους επιστρέφει τη λαλιά μετά από λίγο καιρό, σε πολλούς, όμως, δεν την ξαναδίνει και απομένουν για πάντα τους βουβοί.
Οι Πατρινοί, λοιπόν, έτρεξαν να εξαφανιστούν την ημέρα εκείνη του 1909, που η Πατρινέλα κατέβηκε απ’ το μάρμαρο. Σφάλισαν τα πορτοπαράθυρα των σπιτιών τους και την άφησαν μονάχη της να τριγυρνά στους δρόμους των Πατρών.
Μισή ώρα μόλις απ’ τη στιγμή, που η καλή αυτή Μοίρα ζωντάνεψε, ολόκληρη η πόλη είχε ερημωθεί. Ψυχή δεν έβλεπες έξω. Ακόμη και τα σκυλιά λάκιζαν, ουρλιάζοντας, με την ουρά στα σκέλια.
Η Πατρινέλα κίνησε για τα Καντριάνικα. Κατόπιν, πήγε στο Βλατερό, στα Καμίνια, γύρισε όλη την Απάνω Χώρα και τράβηξε πάλι κατά το κάστρο, ψηλή πάντα και ορθόστητη, υπερήφανη κι αλύγιστη. Η καλή αυτή κυρά από πάντα της λάτρευε την Απάνω Χώρα, μιας κι εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε, εκεί αγάπησε, όμως πέθανε από έρωτα και καημό αρκετά μακριά της. Την Κάτω Χώρα, τη νεόδμητη πόλη της Πάτρας δηλαδή, τη θεωρεί ξένη και στο μυαλό της δεν υπάρχει.
Το παράξενο άγαλμα, εντοιχισμένο σε κοίλωμα του κάστρου της Πάτρας, γνωστό ως Πατρινέλα
Το παράξενο άγαλμα, εντοιχισμένο σε κοίλωμα του κάστρου της Πάτρας, γνωστό ως Πατρινέλα
Έτσι, όταν έφτασε και πάλι πίσω στο κάστρο, όσοι βρίσκονταν στις φυλακές του Μαργαρίτη και στα σοκάκια, την είδαν να ανυψώνεται και να ξαναπαίρνει τη θέση της μες στο μάρμαρο, επάνω στα νότια τείχη. Ύστερα, η ατμόσφαιρα θόλωσε, ο άνεμος στροβιλιζόταν απειλητικός και τα πάντα έδιναν την εντύπωση πως κάτι κακό, κάτι φοβερό θα ξέσπαγε το μένος του πάνω στις ράχες της πόλης και των ανθρώπων της. Τελικά, όταν καθάρισε ο ορίζοντας, η Πατρινέλα ήταν και πάλι πλέριο μάρμαρο, αναμαλλιασμένη, με τα αυστηρά, αλλά συνάμα και γλυκά χαρακτηριστικά της.
Όλοι οι Πατρινοί το ξέραμε καλά πως κάθε εμφάνιση της Πατρινέλας είναι προμήνυμα κακού. Η καλή Μοίρα της πόλης μας έτσι μας προειδοποιεί, όταν καταφτάνει κάποια συμφορά. Και πράγματι, δύο μέρες μετά, είχαμε το πρώτο κρούσμα χολέρας και την επόμενη, ξέσπασε το μεγάλο κακό. Δεκάδες ανθρώπων σωριάζονταν καταγής από την αναθεματισμένη αρρώστια και ένας γνήσιος, βαθύς θρήνος αχολογούσε μέσα απ’ το κάθε σπίτι. Μέχρις ότου να περάσει η επιδημία, όλη η Πάτρα είχε μεταβληθεί σε αληθινή κόλαση, στην οποία δε γνώριζε κανείς αν θα ζούσε ή αν θα πέθαινε.
Το Κάστρο της Πάτρας είναι στοιχειωμένο και το στοιχειό του το καλό, η δική μας η Πατρινέλα, ξανακατέβηκε απ’ τα τείχη κι άλλες φορές, για να μας προειδοποιήσει. Το 1916, όταν ξέσπασε μια τρομακτική επιδημία γρίπης, που θέρισε χιλιάδες δύσμοιρων ανθρώπων και το 1929, όταν βασανιστήκαμε από την επιδημία της εντερικής αμοιβάδωσης.
Εδώ σταμάτησε για λίγο ο αφηγητής και προσπάθησε να συγκεντρώσει τις αναμνήσεις του. Ρούφηξε μια γουλιά νερό και συνέχισε να εξιστορεί στον Χρήστο Αγγελομάτη:
Θα με ρωτήσετε, βέβαια, ποια είναι αυτή η Πατρινέλα και αν υπήρξε άραγε ποτέ. Ευτυχώς, ξέρουμε και ποια είναι και πότε έζησε εδώ στην Πάτρα, γιατί, όπως σας προείπα, τούτη η καλή κυρά, η καλή μας Μοίρα, είναι βλαστάρι της πόλης μας και την αγαπά με όλη την ψυχή της.
Πότε γεννήθηκε και ποια είναι, θα σας το πω αμέσως. Πρώτα, όμως, πρέπει να σας πω ότι είναι κι αυτή μια από τις γυναίκες εκείνες, που αγάπησαν πολύ και χάθηκαν στο τέλος για τον μεγάλο έρωτά τους. Ήταν όμορφη η Πατρινέλα, ήταν γλυκιά, ένας αληθινός άγγελος καλοσύνης και ευγένειας, πλασμένη για να σκορπά τριγύρω της καθετί το αγαθό και το αγνό. Οι άνθρωποι έβρισκαν παρηγοριά στους καλούς της τρόπους και στο μελένιο της χαμόγελο.
Κι έτσι που ήταν, θα έπρεπε, φυσικά, να δρέψει όλους τους καρπούς της ευτυχίας από το δέντρο της ζωής. Έτσι θα έπρεπε, μα, δυστυχώς, έδρεψε μονάχα τον πόνο, τη δυστυχία και τη συμφορά…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 07/10/1932…
https://strangepress.gr/2018/11/11/ta-stoixeiomena-kastra-tis-elladas-to-kastro-tis-patras-meros-b/
Βρείτε μας και εδώ : https://twitter.com/Paranormap
Το Κάστρο της Πάτρας έχει κι αυτό τη δική του ιστορία. Μια ιστορία τρυφερή και συνάμα δραματική, ωραία και συγχρόνως, τραγική.
Σεργιανίζοντας στους δρόμους της αχαϊκής πρωτεύουσας, όποιον ντόπιο και να ρωτούσες, ήξερε να σου πει ποια ήταν η Πατρινέλα. Ήταν η καλή Μοίρα των Πατρών, η προστάτιδα κόρη, που σ’ εκείνην χρωστάει χίλιες φορές τη σωτηρία της η πόλη. Μόνο που καμιά φορά θύμωνε και τότε, πάνω στον θυμό της, ανταριαζόταν και δεν τη συγκρατούσε τίποτε. Τραβούσε τον δρόμο της μονοκόμματα και έστελνε δεκάδες ανθρώπους στον τάφο.
Το παράξενο άγαλμα, εντοιχισμένο σε κοίλωμα του κάστρου της Πάτρας, γνωστό ως Πατρινέλα
Μα, πού βρίσκεται η Πατρινέλα; Ξεκινάς να ανηφορίζεις στην Απάνω Χώρα, στην Παλιά Πάτρα, που απλώνεται στις πλαγιές του υψώματος, πάνω στο οποίο είναι πανοραμικά χτισμένο το Κάστρο της Πάτρας.
Ολοκάθαρα σπιτάκια, παμπάλαιες μουριές, ασημένιες λεύκες, φωνές παιδιών, κάπου-κάπου κανένα γραμμόφωνο, έως ότου έφτανες στις φυλακές του Μαργαρίτη, αντίκρυ στο κάστρο και στο σημείο ακριβώς, όπου στέκει αγέρωχη η Πατρινέλα.
Οι ανδρικές φυλακές Μαργαρίτη, 1950
Εκεί, ανάμεσα σε δυο πύλες και μέσα σ’ ένα τμήμα του τείχους υπάρχει εντοιχισμένο ένα εντυπωσιακό ανάγλυφο. Το αναμαλλιασμένο της κεφάλι και η αναστάτωση του φορέματος της εικονιζόμενης γυναίκας δίνουν την εντύπωση αρχαίας μαινάδας, μα το πρόσωπό της έχει μια γλύκα και μια παράδοξη ηρεμία. Όχι, δεν είναι μαινάδα, λοιπόν. Είναι το καλό στοιχειό, είναι η Πατρινέλα.
Ανηφορίζοντας προς τα Καντριάνικα, μια από τις πιο παλιές συνοικίες της πόλης, ο Χρήστος Αγγελομάτης στάθηκε να ξαποστάσει σ’ έναν παλιό καφενέ και ο συνομιλητής του άρχισε να ξετυλίγει την ιστορία της Πατρινέλας:
Συνεχίζεται…
https://strangepress.gr/2018/11/10/ta-stoixeiomena-kastra-tis-elladas-to-kastro-tis-patras-meros-a/
Βρείτε μας και εδώ : https://twitter.com/Paranormap
DEN UPARXEI NTOPIOS POU NA MHN EXEI AKOUSEI TOUS DUO MU8OUS THS PATRINELLAS....O PRWTOS EINAI AUTOS POU ANAFERETAI...O DEUTEROS OMWS LEEI OTI H PATRINELLA HTAN KORH TOU BASHLIA K OTAN TO KASTRO KATAKTH8IKE APO TOUS TOURKOUS BIASTHKE K XTHSTHKE STO ANATOLIKO MEROS TOU KASTROU ZWNTANH.....APO TOTE LENE OTI EMFANIZETAI MONO SE ANTRES POU EXOUN KAPOIA DIASTROFH....K MHN XEXNATAI OTI AKOMA K SHMERA YPARXOUN POLLES MARTHRIES OTI EMFANIZETAI APO THN MESH K PANW.....TWRA....ELPIZWWW PRAGMATIKA NA KANEI K KAMIA BOLTA STHN PRWTEUOUSA OTAN XANAR8EI H TROIKA NA MAS XWSEI TA NEA METRA :p