Οι βρικόλακες βγαίνουν από τους πεθαμένους (ο Θεός να φυλάξει τον κόσμο από αυτούς), γιατί τυχαίνει να είναι κανένας αμαρτωλός και αυτός γίνεται βρικόλακας και βγαίνει από το τάφο του το βράδυ και πηγαίνει στα σπίτια των συγγενών και τρώει ότι βρει, αλεύρι, βούτυρο, τυρί, κρέας, νερό πίνει από τις στάμνες, και ότι άλλο βρει. Το πρωί όσοι άνθρωποι φάνε από εκείνο το αλεύρι, ή από το βούτυρο, ή από ότι άλλο έφαγε ο βρικόλακας, εκείνοι οι άνθρωποι σε σαράντα μέρες πεθαίνουν και γίνονται και αυτοί βρικόλακες και έτσι σιγά σιγά ερημώνει το χωριό. Τη νύχτα οι βρικόλακες φαίνονται σαν φωτιά. Και εγώ και πολλοί άνθρωποι είδαν τέτοιες φωτιές να βγαίνουν από τα μνήματα. Μια φορά υπήρχε μια αρρώστια στο χωριό μας και πέθαναν πολλοί άνθρωποι και άντρες και γυναίκες. Πέθανε ο μακαρίτης ο Τσέλιος, η Ρετζάκινα και άλλοι. Αυτοί οι δύο, ο Τσέλιος και η Ρετζάκινα, ο Θεός να με συγχωρέσει, αμαρτωλοί αν ήταν δεν ξέρω, έγιναν βρικόλακες. Μα θέλησε ο Θεός να προφτάσει το κακό. Γιατί μόλις είδαμε τις φωτιές το βράδυ, το πρωί το κάναμε γνωστό στο χωριό. Την άλλη βραδιά ο μακαρίτης ο Θανάσης Γώγος άνθρωπος με μυαλό μας διέταξε και βγήκαμε πάλι με τα ντουφέκια για να φυλάξουμε να δούμε τι πράγμα είναι αυτές οι φωτιές, είναι φωτιές ή τίποτα κωλοφωτιές. Έτσι λοιπόν βγήκαμε και φυλάξαμε και είδαμε καλά πως ήταν βρικόλακες, γιατί είδαμε τις φωτιές που βγήκαν από τα μνήματα και πήγαν κατευθείαν η μία στο σπίτι του Τσέλιου και η άλλη στο σπίτι του Ρέτζου. Φοβηθήκαμε πολύ να μην κάνουν τίποτα και εμάς και αρχίσαμε όλοι να μουρμουρίζουμε : «Μπήκε το γομάρι στα σκόρδα», γιατί με αυτά τα λόγια αυτά δεν ζυγώνουν τον άνθρωπο. Το πρωί λέγαμε στο χωριό τι είδαμε. Εκεί που λέγαμε τι να κάνουμε, να και έρχεται η μακαρίτισσα η Τσέλινα και είπε πως βρήκε στον κάδο με το αλεύρι δαχτυλιές ανθρώπου. Σαν ακούσαμε και αυτό από τη Τσέλινα φοβηθήκαμε πάρα πολύ και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Όλοι τα χάσαμε και κανένας δεν ήξερε να πει πώς να χτυπήσουμε αυτό το κακό που μας βρήκε. Τότε ο μακαρίτης ο Παπαργύρης, σαν να τον φώτισε ο Θεός το νου του, μας λέει να στείλουμε να φέρουμε τον γερο Παπαγιάννη από τα Κανάλια, να σταυρώσει τα μνήματα αυτών που βρικολάκιασαν και να κάνει φυλαχτά για τον κόσμο για να μην χαθούν από τους βρικόλακες. Αμέσως λοιπόν στείλαμε ανθρώπους στα Κανάλια και φέραμε τον γερο Παπαγιάννη, άνθρωπο με ευλογημένη ψυχή, γέροντα εκατόν δέκα χρονών που ήξερε πολλά πράγματα. Ήρθε την Παρασκευή το βράδυ γιατί ήθελε να αρχίσει τον πόλεμο με τους βρικόλακες το Σάββατο, μέρα που αυτοί είναι ανίσχυροι. Όλη τη νύχτα έκανε σταυρούς από κλήματα και το πρωί του Σαββάτου έκανε λειτουργία και ύστερα από τη λειτουργία πήγε μαζί με τους άλλους παπάδες και όλους τους χωριανούς στα μνήματα και άνοιξαν τα δύο μνήματα, της Ρετζάκινας και του Τσέλιου. Και τι νομίζεις βλέπουμε; Οι πεθαμένοι αυτοί ήταν φουσκωμένοι ίσα με αυτούς τους κάδους που πιάνουν είκοσι φορτώματα σταφύλια. Τότε ο γερο Παπαγιάννης έβαλε το πετραχήλι του και διάβασε εκεί γύρω στις δύο ώρες. Και ύστερα τους χτύπησε από μια με την πατερίτσα στη κοιλιά τους. Η πατερίτσα είχε στο πάτο της μια πιθαμή σίδερο σουβλερό και τους έσπασε τη κοιλιά. Και τι βρόντο έκαναν θαρρείς; Σαν ένα τόπι. Έπειτα έβαλε στον καθένα τρεις σταυρούς ένα στο κεφάλι, ένα στο στήθος και ένα στα πόδια, και μετά έκλεισαν τα μνήματα. Ύστερα έδωσε από ένα σταυρό σε όλους τους χωριανούς να βαστούν πάνω τους για να φυλάγονται από τους βρικόλακες και από κάθε κακό. ΄Έτσι γλίτωσαν οι άνθρωποι τότε. Πολλά χωριά ξεπατώθηκαν από αυτούς τους βρικόλακες, γιατί δεν πρόλαβαν το κακό όπως εμείς. Να έτσι χάθηκαν η Αγία Μαρίνα, η Πρίμπεη, το Παλιοχώρι και άλλα. Λένε μερικοί πως χάθηκαν από τη πανούκλα αλλά αυτοί δεν ξέρουν. Εγώ πήγα σε αυτά τα χωριά πήγα με τον Καραϊσκάκη αρματολός και ξέρω πως χάθηκαν και αυτά που σας λένε οι άλλοι είναι παραμύθια.