Πριν χρόνια, εκκλησιάρχης στη Μονή Φιλοθέου, ήταν ένας ευλαβής και ενάρετος μοναχός, ο Ιωαννίκιος. Καθημερινά πήγαινε και τακτοποιούσε τον ναό και άναβε το καντήλι μπροστά στην εικόνα. Στεκόταν απέναντι από την εικόνα και με σεβασμό απευθυνόμενος στη Παναγία έλεγε: «Γιατί Δέσποινα όλα τα Μοναστήρια του Όρους, η χάρη σου τα προίκισε με μεγάλα εισοδήματα και έχουν αρκετό σίτο, λάδι κρασί και πολλά άλλα κι αυτό το Μοναστήρι υστερεί από όλα κι ακόμα και σίτο πρέπει να αγοράσει»; Κάθε φορά αυτά έλεγε ο Ιωαννίκιος. Μια νύχτα που ήλθε πάλι να ετοιμάσει τα καντήλια, στάθηκε απέναντι στην εικόνα και με δάκρυα προσευχόταν. Έκατσε απέναντι στο στασίδι και σκεπτόμενος αποκοιμήθηκε. Τότε βλέπει στον ύπνο του την Παναγία να του λέει: «Με ενοχλείς καθημερινά Ιωαννίκιε, λέγοντάς μου ότι προνοώ μόνο για τις άλλες Μονές του Όρους. Σου λέω λοιπόν ότι γι’ αυτό το Μοναστήρι, έχω την πρόνοια για όλα τα αναγκαία κι αυτό γιατί αποφάσισα, οι ηγούμενοί του να μη δίνονται στις μέριμνες για τα γήινα και αμελούν έτσι τη σωτηρία τους. Γι’ αυτό παύσε να με ενοχλείς γι’ αυτό, γιατί εγώ είμαι η Έφορος και Προνοητής της Μονής αυτής για όλα και να φροντίζεις για τη σωτηρία της ψυχής σου περισσότερο από το ναό μου». Ο Ιωαννίκιος ξύπνησε έντρομος και περιχαρής γονάτισε μπροστά στην Αγία εικόνα και ζήτησε με δάκρυα συγχώρεση και απήγγειλε στους αδελφούς της Μονής αυτό που είδε και όλοι θαύμασαν και χάρηκαν πολύ.