Ένας γέρος στα Τρίνησα φύλαγε το χωράφι του που το ‘χε σπαρμένο καλαμπόκι. Εκεί κατά τα μεσάνυχτα ακούει μεγάλο θόρυβο και βλέπει πολλούς καβαλάρηδες. Όταν κατάλαβε πως δεν ήταν άνθρωποι, το έβαλε στα πόδια. Αλλά τον κυνήγησε ένας μεγάλος κάβουρας, και τον έφτασε στο χωριό που ήταν μισή ώρα μακριά από το χωράφι και τον δάγκωσε όταν έμπαινε στο σπίτι του. Από το δάγκωμα εκείνο τον έπιασε θέρμη και έμεινε πολλές μέρες στο κρεβάτι.