Στο Σκουληκάδο είναι ένας μύλος, που τώρα δεν δουλεύει. Μια νύχτα περνάει ένας και βλέπει που άλεθε ο μύλος. «Μπα! Μεγάλη δουλειά έχει ο κουμπάρος». Πλησιάζει και ο μύλος σταματάει. «Θα τελείωσε, θα πάει να αναπαυτεί, ας πάω στο σπίτι». Προχωρά. Ο μύλος ξαναρχίζει και αλέθει με δύναμη. Ξαναγυρίζει, πάει, η πόρτα κλειστή. Τη σπρώχνει, ανοίγει, μπαίνει. «Κουμπάρε!». Μιλιά. Κανείς δεν ήταν μέσα. Ο μύλος γύριζε με δύναμη χωρίς άλογο, άλεθε και έβγαινε πολύ πράμα. Ο χωρικός φοβήθηκε. Θυμήθηκε πως εκεί έμεναν ξωτικά και διαόλοι και έφυγε κάνοντας το σταυρό του. Αμέσως ο μύλος έπαψε και το λυχνάρι σβήστηκε.