Μισή ώρα μακριά από το ποτάμι της Λεύκας λίγο πάνω από το δρόμο των Καλαβρύτων, είναι της Μανωλιάς το λαγκάδι. Η Μανωλιά είναι γυναίκα με μακριά μαλλιά και κάθεται και χτενίζεται με χρυσό χτένι πάνω στη βρύση που είναι εκεί που αρχίζει το λαγκάδι, λίγο παρακάτω, στο Μουσταφά τη βρύση. Αν πάει κανείς το καταμεσήμερο ή τα μεσάνυχτα να πάρει νερό, τον βαράει και ή θα πεθάνει ή θα αρρωστήσει για πολύ καιρό. Ένας μια φορά ήθελε να τη δει και γι’ αυτό πήρε μαζί του ένα ζουδιάρη που την έβλεπε. Αφού κόντεψαν του λέει ο ζουδιάρης να πάει μπροστά εκείνος, γιατί άμα τον έβλεπε το ζουδιάρη η Λάμια θα έφευγε. Και εκείνος πήγε μπροστά και κοίταγε προς τη βρύση και δεν έβλεπε τίποτα. Τότε ο ζουδιάρης έβαλε το χέρι του από πάνω του και αμέσως είδε μια ωραία γυναίκα πάνω στη βρύση που χτένιζε τα μαλλιά της που ήταν μακριά και ξανθά. Η Μανωλιά γίνεται και σκύλος και τέντα(!). Μια φορά επί Τουρκίας ακόμη, ο γερο Στάθης ο Οβριάτης και ο γερο Ρίτζης περνούσαν από εκείνο το μέρος. Στο δρόμο συναντήσανε ένα σκύλο, μέσα στης Μανωλιάς το λαγκάδι, εκεί που πέρναγε ο δρόμος, και τους έκοβε το δρόμο, χωρίς να τους γαβγίζει. Εκείνοι κατάλαβαν πως είναι στοιχειό και δεν μιλήσανε αλλά τράβηξαν το κουμπούρι με το δεξί τους χέρι και το σκυλί χάθηκε. Αφού πήγανε παρακάτω και βρισκόταν ακόμα μέσα στο λαγκάδι, ακούσανε από πάνω από το κεφάλι τους παπ, παπ, παπ, όπως κάνει η τέντα όταν είναι τεντωμένη και τη φυσάει ο αέρας. Κοιτάξανε και είδαν πραγματικά μια τέντα από πάνω τους (!). Και τότε κάνανε το σταυρό τους και χάθηκε η τέντα και αυτοί γύρισαν πίσω. Το στοιχειό αυτό έχει τώρα κάμποσο καιρό που έχει χαθεί και ο κόσμος πηγαίνει άφοβα στη βρύση του Μουσταφά και παίρνει νερό.