Μια φορά όταν ήταν ακόμα παλικάρι ελεύθερο ο Γεροθανάσης ο πατριώτης μας, κοιμόταν κάτω από τις θημωνιές. Ήταν καλοκαίρι, αλωνάρης μήνας. Εκεί που κοιμόταν να σου και ακούει ένα ποδοβολητό σαν χοροπήδημα και ένα τραγούδι αγγελικό. Ανοίγει λίγο τα μάτια του, κοιτάζει και βλέπει κάτι γυναίκες, κάθε μια πιο όμορφη από την άλλη να το χουν στρώσει στο χορό. Ο Γεροθανάσης κατάλαβε πως ήταν Νεράιδες και σηκώθηκε σιγά σιγά για να δει γιατί το έλεγε η καρδιά του. Οι Νεράιδες όμως, καθώς είδανε πως τις πήρε χαμπάρι, αρπάζουν αμέσως τα μαντήλια τους που τα είχαν αφήσει πάνω στις θημωνιές και σαν αστραπή χάθηκαν από μπροστά του. Ο γεροθανάσης είπε τότε με το νου του, «Βρε αυτές που έρχονται εδώ πέρα, θα πει πως δεν φοβούνται κανένα να τις πιάσει και έτσι πάλι θα έρθουνε». Αποφάσισε λοιπόν το άλλο μεσημέρι να κάνει τον κοιμισμένο και να πάρει το μαντήλι μιας που έβαλε στο μάτι. Γιατί άμα της πάρεις το μαντήλι της Νεράιδας, τότε αυτή παραδίνεται. Αφού λοιπόν τελείωσε ο Γεροθανάσης τη δουλειά του, ξάπλωσε στο συνηθισμένο του μέρος και εκεί περίμενε με μισόκλειστα τα μάτια. Μα από την πολλή την κούραση τον πήρε ο ύπνος. Ήρθανε οι Νεράιδες, χόρεψαν κάμποση ώρα και όταν ετοιμάστηκαν να φύγουν, πετάχτηκε ο Γεροθανάσης από τον ύπνο του. Δεν τις πρόφτασε όμως γιατί οι Νεράιδες έφυγαν. Ο μακαρίτης το έβαλε πείσμα και την άλλη μέρα πηγαίνει εκεί από το πρωί επίτηδες, χωρίς να πιάσει δουλειά. Να σου λοιπόν και το καταμεσήμερο φτάνουν οι Νεράιδες βγάζουν τα μαντήλια τους και αρχίζουν το χορό. Ο Γεροθανάσης αφού τις άφησε λίγο πετιέται σιγά σιγά και αρπάζει το μαντήλι της Νεράιδας που είχε βάλει στο μάτι. Όλες οι Νεράιδες αρπάξανε τα μαντήλια τους και έφυγαν και έμεινε εκείνη που της έλειψε το μαντήλι σκλάβα του Γεροθανάση. Αυτός τη πήρε στο σπίτι του, τη στεφανώθηκε και με τον καιρό απέκτησε και παιδιά. Έτσι τα χρόνια περνούσαν και ζούσαν πολύ καλά και ο καθένας τους καλοτύχιζε. Ξαφνικά όμως ένα πρωί εκεί που τακτοποιούσε κάτι ρούχα στο μπαούλο του άντρα της, η Νεράιδα βρίσκει το μαντήλι της. Το παίρνει, το φορεί στο κεφάλι της και γίνεται καπνός! Έρχεται ο Γεροθανάσης στο σπίτι του, φωνάζει τη γυναίκα του, που γυναίκα! Ρωτάει τα παιδιά του, του λένε πως την έχασαν από το πρωί. Λυπήθηκε κατάκαρδα που έχασε τέτοια όμορφη και προκομμένη γυναίκα και τη τρίτη μέρα ντύθηκε κατάμαυρα και μαυροφόρεσε και τα παιδιά. Ύστερα από λίγες μέρες είδε πως τα παιδιά του ήταν ντυμένα και χτενισμένα καθώς και πριν και τα ρώτησε ποιος τα άλλαξε και τα χτένισε έτσι. Τα παιδιά στην αρχή δε θέλανε να το πούνε, γιατί έτσι τα είχε πει η μάνα τους. Έπειτα όμως σαν τα ανάγκασε ο πατέρας τους, του ομολογήσανε πως η μάνα τους τακτικά κάθε πρωί ερχόταν και τα έβρισκε. Να μην τα πολυλογούμε, φύλαξε ένα πρωί, καθώς η Νεράιδα πήγε στο σπίτι και της πήρε το μαντήλι και το έκαψε στο φούρνο. Έτσι πλέον την είχε για πάντα στο αρχοντικό του.