Μια γυναίκα είχε αφήσει το παιδί της στη κούνια και πήγε να απλώσει ρούχα. Όταν γύρισε πάλι στη κάμαρα, βλέπει στη κούνια ένα γέροντα και κάτι γυναίκες ασπροφόρες που κρατούσαν το παιδί της. Από το τρόμο της έκανε το σταυρό της και έφυγε. Ύστερα από λίγο με όλο το φόβο της γύρισε να δει τι έγινε το παιδί της. Τις γυναίκες και τον γέροντα δεν τους είδε πλέον, είχαν χαθεί, και τοπαιδί της το βρήκε στη κούνια. Αλλά είχε χάσει τη μιλιά του και μέχρι σήμερα έτσι έχει μείνει. Δεν μπορεί να μιλήσει περπατά σούρνοντας.