Εκεί που είναι τώρα τα Κουτσοπαναγιωταίϊκα ήταν παλιά το σπίτι της Χριστίνας του Μπακάλη. Εκεί πήγαινε τη νύχτα μια νεράιδα και ύφαινε από τις δώδεκα μέχρι της μία. Από εκεί πήγαινε και ύφαινε στης Μαργώς του Ζαρακοβίτη. Η Μαργώ του Ζαρακοβίτη είχε στημένα το λάκκο της κάπου στο κατώι που είχε δροσιά το καλοκαίρι. Το μισό σπίτι της ήταν γκρεμισμένο , γιατί ήταν παλιό. Εκεί λέγανε πως βγαίνουνε φαντάσματα. Εγώ, να σου πω την αμαρτία μου, εκεί κοντά κάθομαι, δεν είδα τίποτα, εκτός από μια νεράιδα κάτω από την πικραμυγδαλιά. Είχε ξέπλεκα τα μαλλιά της, ήταν πολύ μακριά και ήταν κάτασπρα ντυμένη. Μα να ακούσεις τι πάθαινε η Μαριγώ. Την βλέπανε οι γειτόνισσες πως εκεί που τύλιγε το πανί, εκεί το ξύφαινε, σε δύο εβδομάδες μονάχα. Ρε τι κάνει, ποιος της το υφαίνει, πουθενά να μαθευτεί. Με τα πολλά πάει μια φορά η ξαδέρφη της η Μάρω, του Νικολούλια η μάνα, να κοιμηθεί εκεί πέρα γιατί τάχατες είχε κοριούς και ψύλλους το σπίτι της και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τη νύχτα, εκεί που κοιμόταν, ακούει ξαφνικά γκρούκου, γκρόυκου, ο αργαλειός κάτω. «Μωρ’ Μαργώ ακούς; Για αφουγκράσου τι γίνεται κάτω». «Μη μιλάς γιατί θα μουγκαθείς». Την αυγή ήταν το πανί μπροστά είκοσι πήχαις. Και τι πανί! Τη ρωτάει τη Μαργώ τι ήταν και της είπε πως η Νεράιδα πήγαινε και της ύφαινε τα μεσάνυχτα. Η Μάρω τώρα που τα είπε την άκουσε με τα αυτιά της τη Νεράιδα και είδε το πανί με τα μάτια της.