Μια φορά στην εξοχή, που έμενε μια οικογένεια τι καλοκαίρι, ένα κοριτσάκι αυτής της οικογένειας πολύ όμορφο πήγε στο πηγάδι , που ήταν κοντά στο σπίτι, και σαν παιδί που ήταν κοίταζε από τα χείλη του πηγαδιού μέσα στο νερό, όταν ξαφνικά σιγά σιγά και ήσυχα σαν να το τραβούσε κάποιος έπεσε μέσα στο πηγάδι. Μόλις το είδαν αυτό οι γονείς και οι συγγενείς του έτρεξαν, κοιτάζουν μέσα και βλέπουν το κορίτσι να παίζει πάνω στο νερό σαν να ήταν στο κρεβατάκι του. Ο πατέρας του πήρε θάρρος μόλις το είδε αυτό και θέλησε να κατέβει. Μόλις το σκέφτηκε αυτό έπεσε και εκείνος σαν να τον τράβηξαν κάτω και βρέθηκε κοντά στη κόρη του. Οι άλλοι στο μεταξύ έφεραν σκάλα, την έβαλαν στο πηγάδι και φώναζαν το πατέρα να ανέβει. Πήρε αυτός στην αγκαλιά του το κορίτσι και ανέβηκε με τη σκάλα χωρίς πάθει τίποτα. Εκείνο που έκανε όλους να μείνουν με ανοιχτό το στόμα ήταν πως τα ρούχα και των δυο τους δεν ήταν καθόλου βρεγμένα αν και έμειναν πολλή ώρα στο πηγάδι. Και λένε πως και τον πατέρα και τη κόρη τους πήραν οι Νεράιδες που μένουν εκεί. Και το κορίτσι έλεγε πως καθώς κοίταζε μέσα στο πηγάδι είδε να παίζουν πάνω στο νερό με γέλια και χαρές κάτι γυναίκες και πως αυτές την παρακινούσαν να πέσει μέσα.