Ένας παπάς πήγαινε τη νύχτα σ’ ένα ερημοκλήσι για να λειτουργήσει. Στο δρόμο συνάντησε ένα γάιδαρο. Λέει, «ας τον καβαλικέψω για να φτάσω με την άνεσή μου. Μόλις όμως τον καβαλίκεψε, άρχισε να ψηλώνει ο γάιδαρος, κόντεψε να φτάσει στα ουράνια. Από το φόβο του ο παπάς άρχισε να λέει ότι προσευχές ήξερε. Μόλις είπε το πιστεύω, ο γάιδαρος χαμήλωσε, έφτασε στο φυσικό του ανάστημα και τον πήγε ήσυχα ως τις εκκλησιάς τη πόρτα. Και εκεί ξεκαβαλίκεψε ο παπάς και ο ανασκελάς χάθηκε από μπροστά του και τα πέταλα του έβγαζαν σπίθες.