Μια φορά ήτανε καλοκαίρι, είχαμε τα πρόβατα στον Άγιο Παντελεήμονα να ξενυχτίσουνε. Εκεί τα ξενυχτάγαμε όλο το Θεριστή και τον Αλωνάρη. Εγώ εκείνη τη φορά είχα κοιμηθεί η μέρα και δεν με έπαιρνε ο ύπνος τη νύχτα. Θα ήτανε μεσάνυχτα όταν ακούω τη φωνή του όπως και τη φωνή της προβατίνας. Μέχρι να ανοίξω τα μάτια μου το βλέπω, καμιά εικοσαριά απλωσιές μακριά, κολλημένο στο σβέρκο της. Κατέβαινε, κατέβαινε τη ραχοκοκαλιά της μέχρι που έφτασε από πίσω για να τη μαρκελέψει. Είχα το τουφέκι, κάνω να σημαδέψω, αλλά αυτό χάθηκε από μπροστά μου. Την αυγή δύο προβατίνες ήταν ψόφιες, κάτι προβατίνες οι οποίες έβγαζαν γάλα μέχρι και τον Αλωνάρη. Τις είχε κεντρίσει το διαολεμένο πριν πάει σε εκείνη που είχα δει. Ήταν μελανιασμένες και φουσκωμένες οι κοιλιές τους, και ανοιχτές από πίσω, έσταζαν μαύρο αίμα. Τις έβλεπες και κείτονταν σαν τουμπανιασμένα άλογα. Κάνω να τις σηκώσω τίποτα, ήταν πολύ βαριές. Είδα και έπαθα να τις πετάξω.