Το χωριό το παππούδων μου είναι η Δάφνη στην Πελοπόννησο. Είναι πάνω σε ένα πράσινο βουνό και είναι πανέμορφο. Αλλά λίγοι άνθρωποι ζουν εκεί και οι επισκέπτες της Αχαΐας συνήθως αποφεύγουν αυτό το μέρος. Και αυτό γίνεται γιατί πολλοί άνθρωποι πιστεύουν πως το ποτάμι που περνάει από εκεί κοντά είναι στοιχειωμένο. Η αλήθεια είναι πως ίσως και να μην έχουν και τόσο άδικο. Πριν από πολύ καιρό, ο αδερφός του προπάππου μου δολοφονήθηκε εκεί. Από τότε παράξενα και περιστατικά άρχισαν να συμβαίνουν. Οι άνθρωποι λένε πως αυτά συμβαίνουν επειδή η ψυχή του θύματος υπάρχει ακόμα στη περιοχή και θέλει να τιμωρήσει τους δολοφόνους. Αλλά δεν μπορεί να τους βρει και συνεπώς να ησυχάσει. Ένα ζεστό απόγευμα η γιαγιά μου προχωρούσε δίπλα στο ποτάμι κουβαλώντας καλαμπόκι. Δεν ακολούθησε τη συμβουλή της μητέρας της που της είπε να μην πάει εκεί. Τραγουδούσε ένα χαρούμενο τραγουδάκι όταν ξαφνικά είδε ένα τεράστιο και τρομακτικό φίδι να βγαίνει έξω από το νερό. Φοβήθηκε τόσο που για ένα λεπτό έμεινε ακίνητη σαν παγωμένη. Τότε τσίριξε, άφησε το καλαμπόκι να πέσει από τα χέρια της και το έβαλε στα πόδια. Μία άλλη μέρα ένας στρατιώτης πνίγηκε. Τη νύχτα η αγρότες συχνά ακούν παράξενους ήχους και τρομακτικές κραυγές από το ποτάμι. Μία νύχτα ένας άνθρωπος είδε το φως από κάποια κεριά που υπήρχαν εκεί αλλά κανείς δεν ήξερε ποιος τα είχε ανάψει. Όλοι αυτοί οι λόγοι μπορούν να εξηγήσουν γιατί οι χωρικοί φοβούνται το ποτάμι. Αλλά κανείς δεν ξέρει αν ποτάμι είναι στ’ αλήθεια στοιχειωμένο ή είναι μία ανόητη προκατάληψη των αμόρφωτων ανθρώπων. Ίσως και να είναι και κάποιο κόλπο τον γονέων για να φοβερίζουν τα μικρά παιδιά και να μην πηγαίνουν εκεί, με κίνδυνο να πνιγούν. Είτε έτσι, είτε αλλιώς εγώ φοβάμαι το ποτάμι και προσπαθώ να το αποφύγω όπως κάνουν και όλοι οι χωρικοί. Η αλήθεια παραμένει ένα μυστήριο Μαρία Ιωαννίδου