«Εγώ μαζί με το παπά Γερώλυμο, πριν να γίνουμε παπάδες, ήμασταν ψαλτάδες στη Πόχαλη και κάθε Κυριακή σηκωνόμασταν πριν να φωτίσει και πηγαίναμε εκεί. Λοιπόν μία Κυριακή, νύχτα πολύ, μου φάνηκε πως ήρθε ο Γερώλυμος και μου μίλησε για να ξεκινήσουμε. «Πήγαινε του είπα, και έφτασα». Έπειτα σηκώθηκα, ντύθηκα, πλύθηκα και ξεκίνησα για να φτάσω το σύντροφό μου. Φτάνοντας στη Σούδα, βλέπω ένα σκυλί μαύρο, πολύ μεγάλο, που βάσταγε όλο το δρόμο. Δρόμο, του λέω, για να περάσω. Εκείνο δεν έφευγε, σκύβω να πάρω μια πέτρα και βλέπω ένα αλογοπούλαρο. Τότε άρχισα να βάζω στο μυαλό μου εκείνα που λένε για τη Σούδα. Έκανα το σταυρό μου και ξεκίνησα το δρόμο μου, αλλά ο φόβος μου με έκανε να μη γυρίσω πίσω να κοιτάξω τι έγινε το πουλάρι. Φτάνοντας κάτω στην Αγριά, ακούω πάλι βήματα, γυρίζω και βλέπω το σκυλί. Τότε άρχισα πάλι να κάνω το σταυρό μου και να λέω τους χαιρετισμούς της Παναγίας, και εκείνη τη στιγμή γίνεται ένα κυπαρίσσι που μου φάνηκε πως έφτανε στον ουρανό και με μιας ακούω έναν ήχο, όπως μερικές φορές έρχεται ένας δυνατός άνεμος και ξεριζώνει τα δέντρα. Δεν ξέρω πως, γύρισα το βλέμμα μου προς την άλλη μεριά και καθώς γύρισα πάλι να δω, έχασα και το σκυλί και το κυπαρίσσι. Τότε χάραξε και ακολούθησα το δρόμο μου».