Στα 1830 μια νύχτα ο μακαρίτης Γιαννάκης Σακελλαράκης εκεί που περνούσε από τη σπηλιά του Μανάτη στο σύνορο των Βρέσθενων, είδε ένα στοιχειό. Ήταν σαν γάτα και καθόταν στη στράτα και κουνιότανε να τον βουτήξει να τον φάει. Από τότε έκοψε το δρόμο εκείνο και πήγαινε από άλλο. Ύστερα από λίγο καιρό άρχισε πάλι να περνάει από εκείνη τη θέση, αλλά έπαιρνε και τον αδερφό του το Νικόλα κοντά. Το είδε και αυτός το στοιχειό και πήρε ένα ξύλο και το χτύπησε στο κεφάλι και αυτό πήγε παρακάτω σε άλλη θέση. Μετά από τρία βράδια πήρε το μουλάρι ο Νικόλας και πέρασε μονάχος του από εκεί. Το στοιχειό δεν φάνηκε στο ίδιο μέρος αλλά λίγο παρακάτω, και ξαφνικά έγινε σαν παρδαλό σκυλί και πήδησε πισωκάπουλα στο μουλάρι. Ο Νικόλας καθώς ήταν καβάλα στο μουλάρι κατατρόμαξε, προχώρησε για ένα τέταρτο περίπου της ώρας παρέα με το στοιχειό, το οποίο μετά πήδησε κάτω από το μουλάρι. Από το φόβο του ο Νικόλας έμεινε τρεις μήνες άρρωστος.