Μια φορά ο Νιόνιος Παπαδάτος, που τον έλεγαν και Ψαρά, από το Μαχαιράδο, ήτανε φυγόδικος δεν ξέρω για πια υπόθεση και τον κυνηγούσαν να τον πιάσουν. Λοιπόν μία νύχτα. φεύγοντας από το Μαχαιράδο, θέλησε να περάσει από εκείνο το καντούνι, που είναι από πάνω από τον Άγιο Γιάννη, τον αγιασμένο, για να πάει στον άλλο δρόμο και να πάει να φυλαχτεί, δεν ξέρω που. Έτσι πήγε κάμποσα βήματα, βλέπει σε εκείνο το μέρος που είναι τώρα η κολώνα ένα τραπέζι στρωμένο και γύρω-γύρω καθόντουσαν πολλοί αφεντάδες, ντυμένοι με κάθε λογής ενδυμασία, και είχανε πάνω στο τραπέζι κάθε λογής φαγητό, και ήτανε τόσο φωτεινό που έλεγες πως είναι μέρα. Και όλοι αυτοί έτσι που τον είδανε που πήγαινε αρματωμένος, γυρίσανε και τον κοιτάξανε καλά καλά. Αυτός χωρίς να φοβηθεί τράβηξε στην άκρη του δρόμου και πέρασε. Αφού πήγε λίγο πιο πέρα γυρίζει να δει και δεν είδε τίποτα. Στο τόπο εκείνο επειδή είναι κακός, έβαλαν μία κολώνα με ένα σταυρό επάνω.