Μία κοπέλα πήγαινε κάθε μεσημέρι στο πηγάδι για να πάρει νερό. Εκεί έβγαινε τακτικά ένας Μώρος με το τσιμπούκι και με ένα φεσάκι, όμορφος Μώρος με δύο μεγάλα γαλανά μάτια. Μόλις ο Μώρος την έβλεπε της έπαιρνε το κουβά το γέμιζε και της τον έδινε. Μετά από καιρό η κοπέλα παντρεύτηκε. Ο γαμπρός που έμαθε τα σχετικά με τον Μώρο της είπε να μην ξαναπάει για νερό σε εκείνο το πηγάδι. Εκείνη ήθελε να πάει γιατί είχε στο μυαλό της πως ο Μώρος θα της έδειχνε που είναι θαμμένος κανένας θησαυρός. Ένα μεσημέρι βλέπει που η γυναίκα του πήγαινε στο πηγάδι και την παίρνει από πίσω. Όταν έφτασαν στο πηγάδι της λέει «Δεν σου είπα να μην ξαναέρθεις;» και ενώ εξακολουθούσε να τη βρίζει και να τη φωνάζει, ξαφνικά έγινε άφαντος από μπροστά της και σε λίγο ακούγονταν φωνές μέσα από το πηγάδι. Ο Μώρος τον είχε ρίξει στο πηγάδι. Η κοπέλα φοβήθηκε και δεν ξαναπήγε στο πηγάδι. Τη νύχτα τον είδε στον ύπνο της και όταν ξύπνησε την αυγή πήγε στη χώρα και δεν ξαναγύρισε από φόβο στο χωριό της.