Πολλά σπίτια είναι στοιχειωμένα και κανείς δεν τολμάει να μείνει εκεί τη νύχτα και πολλοί που έτυχαν να μείνουν μελάνιαζαν τα σώματά τους και πρήζονταν. Ένας άνθρωπος μορφωμένος καθόταν μία φορά στη κάμαρά του και έγραφε όταν ξαφνικά ακούει να ανεβαίνει κάποιος τη σκάλα αν και ήταν κλειδωμένη η εξώπορτα. Σηκώθηκε με απορία να δει ποιος είναι, όταν η πόρτα της κάμαράς του, που ήταν και αυτή κλεισμένη, ανοίγει και μπαίνει μέσα ένας άνθρωπος ψηλός και φοβερός και πάει αμέσως προς το τραπέζι και σβήνει τη λάμπα. Αυτός τα έχασε από το φόβο του και έτρεξε σιγά σιγά και χώθηκε στο κρεβάτι του. Αλλά σε λίγο αισθάνθηκε να σαλεύουν τα σεντόνια και πως ήρθε πλάγιασε κάποιος στο ίδιο κρεβάτι και τον πλησίαζε μέχρι που τον στρίμωξε έτσι που πήγε να σκάσει ο άνθρωπος και πετάχτηκε από το κρεβάτι και έβαλε τις φωνές. Έτρεξαν όσοι κοιμόντουσαν στο σπίτι για να δουν τι έπαθε, και τους τα είπε, αλλά το στοιχείο είχε χαθεί.