Σε ένα Κορωναιίκο λιόφυτο έμενε ένα μεγάλο και χοντρό φίδι μακρύ πολλά μέτρα και χοντρό σαν ένα μεγάλο πιάτο. Ένα μεσημέρι καλοκαιριού παίζανε εκεί δύο παιδάκια. Τότε βγήκε το φίδι. Το αγοράκι φοβήθηκε και έφυγε τρέχοντας και κλαίγοντας. Το κοριτσάκι έμεινε, γελούσε και έπαιζε με το πελώριο φίδι, που άνοιγε το στόμα του και το παιδάκι έβαζε μέσα το χεράκι του. Η μάνα ακούγοντας της φωνές και τα κλάματα βγήκε και είδε τη κατάσταση γιατί το Κορωναίικο λιόφυτο ήταν λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι της. Δεν έβγαλε άχνα. «Μη κλαις παιδί μου, δεν είναι τίποτα, είναι ο μπάρμπας, σας αγαπάει. Να, ψωμί και σταφίδα, δώστα να φάει ο μπάρμπας ο καημένος». Φιλάει το αγοράκι και του βάζει στη ποδιά του το ψωμί και τις σταφίδες. Το παιδάκι ησύχασε και έφυγε, εκείνη είχε χτυποκάρδι, μα τσιμουδιά. «Τι έχει το παιδί;», λέει από το κρεβάτι ο πατέρας. «Τίποτα, έπεσε και του έδωσα ψωμί και σταφίδες». «Μεσημεριάτικα τα αφήνεις στο δρόμο», «Σήμερα δεν κάνει ζέστη, έχει δροσιά». Η μάνα περίμενε τα παιδιά της. Το φίδι έφαγε το ψωμί και τη σταφίδα, έφαγαν και τα παιδιά, και μετά έφυγε. Αυτή η οικογένεια ήταν πολύ φτωχή. Εκεί κοντά ήταν ένα πηγάδι, ξαναβγαίνει λοιπόν το φίδι και μπαίνει το μισό μέσα στο πηγάδι. Τα παιδιά κλαίνε. Φωνάζουνε που ο μπάρμπας θα πνιγεί. Το φίδι γυρίζει, κοιτάζει με αγάπη τα παιδιά, τα γλύφει με τη γλώσσα του, βάζει τρεις φορές το κεφάλι του μέσα στο πηγάδι, στη συνέχεια κάνει τρεις φορές το γύρο του πηγαδιού και έπειτα φεύγει και πάει στη τρύπα του. Η μάνα που παραμόνευε, τα είδε όλα. Δεν είπε τίποτα. Το βράδυ πάει να πάρει νερό και βλέπει πως ο κουβάς τραβιότανε από κάποιον από μέσα από το πηγάδι. Δεν μπορούσε να τραβήξει το κουβά. Εκεί ήταν και τα παιδάκια της και για πλάκα το ένα από αυτά έπιασε το σχοινί. Αμέσως το χέρι που ήτανε μέσα στο πηγάδι, αφήνει το κουβά. Τότε η μάνα παρατάει το κουβά και λέει στα παιδιά της : «Τραβάτε παιδιά μου να σας χαρώ για να πιει ο καλός μπάρμπας σας, που σας αγαπάει, νερό φρέσκο». Τραβάνε το κουβά και ήταν γεμάτος χρυσά νομίσματα. Τότε το φίδι πετάχτηκε από το πηγάδι. Από τότε δεν φάνηκε άλλο, χάθηκε για πάντα.