Κάθε νύχτα έβγαινε σε ένα σπίτι ένας Μώρος, πήγαινε στο κρεβάτι, έπαιρνε το παιδί, το χάιδευε και το φιλούσε. Η μάνα το έβλεπε γιατί ήταν αλαφροΐσκιωτη και δεν έλεγε τίποτα σε κανένα, ούτε και στον άντρα της. Σε κείνο το σπίτι όλα πήγαιναν καλά. Όλες οι δουλειές τους πήγαιναν καλά και το παιδί ήταν γεμάτο υγεία. Μία μέρα πήγε μία φίλη της οικογένειας για επίσκεψη και από κουβέντα σε κουβέντα της λέει : «Πως πας κυρά μου σε τούτο το σπίτι», «Είναι πολύ καλορίζικο», είπε η άλλη, «Μπα που να βουλιάξει! Εγώ έκατσα έξι μήνες και όλες τις δυστυχίες βρήκα, αρρώστιες, θανάτους. Έπειτα κάθε νύχτα ένας Μώρος δεν με άφηνε ο αναθεματισμένος να κοιμηθώ, φώναζα τον άντρα μου να τον σκοτώσει, σηκωνότανε και δεν έβλεπε τίποτα. Και από τις σκάλες έπεσα πόσες φορές!». Η άλλη άκουγε και δεν έλεγε τίποτα. Μετά από λίγο την κέρασε και πήγε να πνιγεί με τον καφέ, έπειτα τη χαιρετάει, πάει να φύγει και πέφτει από τη σκάλα και τότε βλέπει τον Μώρο που την έριξε. «Α, τον αναθεματισμένο!», φωνάζει. Η νοικοκυρά του σπιτιού τον είδε και γέλασε ενώ το παιδάκι έτρεξε πάνω του. Ο Μώρος το πήρε αγκαλιά και το φίλησε. Η άλλη σηκώθηκε κουτσαίνοντας και βλέποντας το Μώρο που είχε το παιδί και το φιλούσε άρχισε να φωνάζει : «Πάρε το παιδί, θα σου το πνίξει ο τρισκατάρατος, τρεχάτε γειτόνοι να σκοτώσετε το Μώρο που με έριξε και θέλει να πνίξει το παιδί». Έτρεξαν οι γείτονες, μα η μάνα λέει πως η επισκέπτριά της είναι τρελή και πως το παιδί κοιμάται και δεν υπάρχει κανένας Μώρος μέσα στο σπίτι. Η γυναίκα αυτή σε κανένα δεν είπε ποτέ τίποτα σχετικά με το Μώρο που είχε στο σπίτι της και από φτωχή έγινε πλούσια.