Πάνε τώρα καμιά τριανταριά χρόνια(Σημ. Aragorn : μιλάει για τα μέσα του 19ου αιώνα) που ένας φούρναρης Γιαννιώτης γύριζε από το χωριό του, στα Γιάννινα. Τον πλάκωσε η νύχτα δύο ώρες μακριά από τα Γιάννινα, στο Μεγάλο Μπεσδούνι, αντίκρυ στο ερημοκλήσι του Αη Λιά. Εκεί που πήγαινε ξένοιαστος βλέπει ξαφνικά να βγαίνουν φωτιές κάτω από τα ερημοκλήσι. Στέκει, τεντώνει τα μάτια του, βλέπει πάλι τις φωτιές μεγαλύτερες. Κατεβαίνει τότε από το μουλάρι του, κάνει το σταυρό του και έτρεξε να δώσει είδηση στα Γιάννινα. Γιατί νόμισε πως ήταν σημάδι από τον άγιο να του φτιάξουνε πάλι την εκκλησία οι φουρνάρηδες που τον γιορτάζουν, γιατί η εκκλησία καταστράφηκε από τον καιρό του Αλή και από τότε δεν την έφτιαξαν. Την άλλη μέρα πήγαν και άλλοι και είδαν και αυτοί τις φωτιές. Τότε αποφάσισαν και έκαναν μία επιτροπή και μάζεψαν χρήματα και έφτιαξαν το ερημοκλήσι και το γιορτάζουν κάθε χρόνο. Αυτές οι φωτιές είναι από βλυσίδι που είναι κρυμμένο από κάτω από την εκκλησία. Και της αφήνει ο δράκος που το φυλάει για να πάει κανένας καλός χριστιανός να το βρει. Πολλοί έσκαψαν, όχι στις τρύπες που βγαίνουν οι φωτιές μόνο λίγο παραπέρα, από κάτω από το ερημοκλήσι. Αλλά δεν βρήκαν τίποτα.