Σε πολλούς φαίνεται στον ύπνο τους ένας άγιος και τους λέει πως στη τάδε θέση βρίσκεται κάποιος θησαυρός. Όποιος δει τέτοιο όνειρο πρέπει το πρωί που θα σηκωθεί να πάρει ένα πετεινό, να πάει στη θέση που του φανερώθηκε χωρίς να βγάλει μιλιά και όταν φτάσει εκεί να σφάξει το πετεινό. Έπειτα να σκάψει και θα βρει το θησαυρό. Αν όμως κάνει την ανοησία και πει σε κανένα για το όνειρό του, όταν θα σκάψει θα βρει ένα σιφναίκο τσουκάλι με κάρβουνα. Έτσι ένας μία φορά είδε ένα τέτοιο όνειρο και όταν σηκώθηκε το πρωί δεν είπε σε κανένα τίποτα κα έτρεξε στο μέρος που ονειρεύτηκε. Αλλά από τη παραζάλη του λησμόνησε να πάρει να πάρει μαζί του ένα πετεινό, όταν έφτασε εκεί το θυμήθηκε. Τι να κάνει; Να γυρίσει πίσω, ήταν δύσκολο γιατί δεν ήτα και μικρό το διάστημα, τέσσερις ώρες δρόμο, έπειτα φοβόταν μήπως τον υποπτευθεί κανένας γείτονας και τον ακολουθήσει. Να την πάθει πάλι και να σκάψει να βρει κάρβουνα; Χειρότερα. Σκέφτηκε λίγο και έβγαλε το μαχαίρι του και έκοψε το δάχτυλό του και έρσι αντί για αίμα πετεινού έδωσε από το δικό του αίμα. Έσκαψε και πραγματικά βρήκε το θησαυρό. Η πληγή του όμως δεν έγιανε ποτέ.