Στα ριζοβούνια του Βοριά, στα δυτικά παράλια της Σύρου, αντίκρυ από το χωριό Γαλισά, είναι μία σπηλιά πολύ βαθιά, που λέγεται Δρακόλακκος. Σε αυτή φώλιαζε ένας φοβερός δράκος, και άλλοτε έμενε στη σπηλιά, άλλοτε κατέβαινε σε μία θέση που λέγεται Καταφυά και αναπαυόταν από κάτω από μία συκιά στο κτήμα του Λεονάρδου του Δαμόφλη. Όταν βρισκόταν ο δράκος στη Καταφυά κανείς δεν τολμούσε να περάσει από το δρόμο που ήταν εκεί κοντά. Μια μέρα όμως, ήταν Παρασκευή, ένας είδε πως έλειπε το θηρίο από τη θέση και έστειλε το γιο του με το ζώο να φέρει ξύλα στο σπίτι του στην Άπάνω Σύρα για να κάψει το φούρνο και να φουρνίσει η γυναίκα του ψωμί. Το παιδί το δυστυχισμένο πήγε όπως του είπε ο πατέρας του αλλά εκεί που περνούσε από τη Καταφυά, εκείνη τη στιγμή κατέβαινε και ο δράκος από τη σπηλιά του και όρμησε και τον έφαγε και το ζώο γύρισε αδειανό στην Απάνω Σύρα. Ο πατέρας υποπτεύθηκε και έτρεξε αμέσως στο μέρος εκείνο, είδε αίματα και κατάλαβε τη συμφορά που τον βρήκε. Εμάζεψε τότε πολλούς φίλους και έστησαν καρτέρι στο δράκο και όταν γύριζε στη σπηλιά του, έπεσαν πάνω του και με τα τσεκούρια τον αποτελείωσαν. Ο πατέρας πήγαινε μπροστά από τους άλλους για να πάρει το αίμα του παιδιού του, όμως φαρμακώθηκε από την δηλητηριώδη ανάσα του θηρίου και πέθανε μετά από δύο μέρες. Από τη δυσωδία που έβγαζε το σκοτωμένο θηρίο, πολύ καιρό δεν μπορούσε κανείς να περάσει από εκείνο το δρόμο.