Μια φορά πηγαίναμε στη Χιονότρυπα με τον ψυχογιό μας, για να τον βοηθήσουμε να βγάλει ρόβες(;) γιατί είχαμε σπαρμένη ρόβη(;) εκεί κοντά. Το μεσημέρι ακούμε μία βοή που κοντέψαμε να μείνουμε από το φόβο μας. Ήταν ένα ανεμοξούρι, που συνέπαιρνε ξύλα, πέτρες και ότι άλλο έβρισκε εκεί κοντά και τα σήκωνε ψηλά σαν άχυρα. Ο ψυχογιός μας ήξερε από τέτοια και μας λέει : «Χάμω της κοιλιές, πέστε καταγής και μη βγάλετε μιλιά, γιατί αλλιώς χαθήκαμε, ούτε άχνα!». Εγώ, σαν πέρασε το ανεμοξούρι, σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα προς τα πάνω και είδα εκατομμύρια Νεράιδες, που χόρευαν ψηλά στα σύννεφα και ψήλωναν, ψήλωναν και σαν χάθηκαν εκεί ψηλά δεν ξέρω με ποιο τρόπο, ήρθαμε πάλι σαν αετοί και πέρδικες μεγάλες και κρατούσαν άλλες λιθάρια και άλλες ξύλα και τα ρίχνανε κάτω σαν βροχή. Οι νεράιδες γίνονται ότι θέλουνε, και πουλιά και αετοί και πέρδικες, Κάτι καλό είχαμε κάνει και δεν μας πήρε κανένα λιθάρι. Αν δε πέφταμε χάμω καταγής ο Θεός ξέρει τι θα παθαίναμε από δαύτες