Στη Μεσσαρά καθώς προχωρούμε από το λιμάνι τον Τσούτσουρο δυτικά στα βουνά, είναι μία εκκλησία του Αι Νικήτα. Εδώ και τετρακόσια χρόνια στο πανηγύρι του Αγίου είχαν μαζευτεί από βραδύς πολλοί χριστιανοί για να λειτουργηθούν το πρωί και είχαν αναμμένες φωτιές να περάσουν τη νύχτα. Είδαν όμως της φωτιές από το γιαλό οι κουρσάροι, βγήκαν στη στεριά και έχοντας για σημάδι της φωτιές πλησίασαν στο σκοτάδι χωρίς να τους καταλάβουν και έφτασαν στην εκκλησία. Εκεί βρήκαν ένα πλήθος χριστιανούς, τους έκλεισαν μέσα, σφάλισαν τη πόρτα και τα παράθυρα, και περίμεναν να ξημερώσει για να μπορούν καλύτερα να πάρουν τους σκλάβους και να μπαρκάρουν στο καράβι τους. Οι χριστιανοί σαν είδαν τι έπαθαν και κατάλαβαν πως δεν μπορούσαν να ξεφύγουν γιατί η πόρτα ήταν κλεισμένη και φυλαγμένη, παρακαλούσαν όλοι τον άγιο να τους γλιτώσει. Και ο άγιος εισάκουσε τους θρήνους και τις παρακλήσεις τους. Τους είπε ο παπάς πως ο άγιος του έδειξε ένα δρόμο να φύγουν. Να κάνουν μία μικρή τρύπα στο πίσω μέρος της σπηλιάς που ήταν η εκκλησία και από εκεί θα βγουν σε άλλη σπηλιά που βγαίνει στη ράχη του βουνού. Από αυτή τη τρύπα έφυγαν όλοι χωρίς να τους ουν ή να τους ακούσουν οι κουρσάροι. Έμεινε μόνο ένα κορίτσι που το είχε πάρει ο ύπνος. Το πρωί που άνοιξαν οι κουρσάροι την εκκλησία δεν βρήκαν κανένα μέσα εκτός από το κορίτσι. Το πήραν και επειδή ήταν πολύ όμορφο, το κράτησε ο καπετάνιος τους για σκλάβα του. Έμεινε μαζί του ένα χρόνο και επάνω στο χρόνο ανήμερα τη γιορτή του αγίου Νικήτα, καθώς ετοιμαζόταν να δώσει το πρωινό καφέ στον αφέντη της θυμήθηκε τα παθήματά της και την πήραν τα κλάματα. Ο αφέντης της θύμωσε και τη μάλωσε πολύ που τόσο καιρό δεν μπορούσε να ξεχάσει το σπίτι και την οικογένειά της. Αλλά πριν τελειώσει τις φωνές του την έχασε από μπροστά του. Γιατί την άρπαξε ο Άγιος Νικήτας καβάλα στο άλογό του με άσπρά φτερά και την πήγε και την απόθεσε στο ίδιο μέρος, την εκκλησία, από εκεί που την πήραν οι πειρατές. Και εκεί που πάτησε το άλογο του αγίου στην εκκλησία φαίνεται ακόμα η πεταλιά του στο βράχο.