(Σημ. Aragorn : Αφήγηση ενός Ναξιώτη στο Νίκο Πολίτη, λαογράφο). Σε τούτο το νησί το παλιό καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε μία μοναχοκόρη όμορφη σαν τα κρύα τα νερά την οποία αγαπούσαν δύο λεβέντες εκείνου του καιρού. Η βασιλοπούλα αγαπούσε τον ένα περισσότερο από τον άλλο αν και οι δύο ήταν όμορφοι και ξακουστοί για την αντρεία μα σαν σπλαχνική καθώς ήταν δεν τολμούσε να τον πάρει για άντρα για να μην στεναχωρήσει τον άλλο. Έτσι λοιπόν η βασιλοπούλα ήταν σε μεγάλη σκέψη και έλειωνε σαν το κερί και μάλιστα στεναχωριόταν περισσότερο καθώς έβλεπε τα παλικάρια να ζηλεύουν το ένα το άλλο σε σημείο που υπήρχε φόβος να αλληλοσκοτωθούν. Ο πατέρας της ο βασιλιάς την ψάρεψε και έμαθε το μυστικό και επειδή δεν ήταν κανένας χαζός προσποιήθηκε πως δεν κατάλαβε τίποτα και με τρόπο έφερε τη κουβέντα και της λέει : «Από καιρό κόρη μου νιώθω τον εαυτό μου άρρωστο, έχω ανάγκη να αλλάξω τον αέρα μου, ίσως έτσι καλυτερέψω. Αποφάσισα λοιπόν να χτίσω ένα πύργο στην εξοχή να βγαίνουμε κάθε καλοκαίρι μαζί να χαιρόμαστε τις χαρές της. Είμαι γέρος πια κόρη μου και πολύ επιθυμώ αυτό το πράγμα». Αυτό τις είπε και την φίλησε και ύστερα αφού σκούπισε τα δάκρια από τα μάτια του της λέει : «Επειδή όμως αυτός ο πύργος θέλω να έχει αξία σαν κάθε σπάνιο και ξακουστό πράγμα στο κόσμο, έβγαλα ένα ορισμό πως έχω δύο μεγάλες δουλειές να κάνω. Πρώτη δουλειά είναι να φτιαχτεί ο πύργος ενώ η δεύτερη δουλειά είναι να φέρω νερό από το ποτάμι στη Χώρα.. Όμως αυτές οι δύο εργασίες πρέπει να τελειώσουν σε μία μέρα και όποιος μπορέσει και τελειώσει μια από αυτές πιο γρήγορα και προφτάσει και έρθει πρώτος στο παλάτι μου, αυτός κόρη μου θα γίνει γιος μου και θα χαίρεται μαζί σου το βιος μου». Να μην τα πολυλογούμε, σαν άκουσε η βασιλοπούλα όλα αυτά, χάρηκε από μέσα της γιατί συλλογίστηκε πως τέτοιες δουλειές θα τις έπαιρναν τα δύο παλικάρια και επειδή κάποιο από τα δύο θα κέρδιζε το στοίχημα με δίκαιο τρόπο, το άλλο δεν θα είχε κανένα παράπονο. Ας έρθουμε τώρα στα παλικάρια. Σαν άκουσαν τον ορισμό του βασιλιά βρήκε το ένα το άλλο και συμφώνησαν το ένα να χτίσει το πύργο και το άλλο να φέρει το νερό στη Χώρα. Το παλικάρι που ήταν για να χτίσει το Πύργο είχε κομμένες και πελεκημένες τις πέτρες και άρχισε το κτίσιμο αλλά από τη πολλή κούραση πρήστηκε το στομάχι του. Η αδερφή του, που στεκόταν παραδίπλα τον λυπήθηκε και άρχισε να του πασάρει τις θεόρατες πέτρες και έτσι τελείωσε το πύργο νωρίς ακόμη, μόλις ήθελε ένα κονταρόξυλο για να βασιλέψει ο ήλιος. Το βάζει τότε στα πόδια για το παλάτι, μόλις όμως πλησίασε θυμήθηκε πως έπρεπε να φέρει και τα σιδερικά μαζί του, λησμόνησα να σου πω, πως ο βασιλιάς είχε προστάξει να φέρουνε και τα σιδερικά τους μαζί. Τι να κάνει τότε; Να γυρίσει πίσω, θα αργήσει, να μην γυρίσει θα έχανε το κορίτσι. Μπρος γκρεμός και πίσω θάλασσα, του ήρθε να τρελαθεί. Γυρίζει πίσω μεμιάς και μέχρι να πεις Αμήν φτάνει στο πύργο, παίρνει τα σιδερικά και ξεκινά κατευθείαν για το παλάτι. Το άλλο παλικάρι τώρα, μόλις τελείωσε το δικό του έργο, αρπάζει τα σιδερικά του και σαν πουλί πηγαίνει για το παλάτι. Μα κανείς δεν ήξερε ποιο ήταν το ριζικό τους. Ο νους και ο λογισμός και των δύο ήταν στη βασιλοπούλα και έτρεχαν να αποκτήσουν τιμές και παλάτια, την στιγμή που ο μαύρος Χάρος ήταν έτοιμος με ένα χτύπημα να πάρει τη ζωή και των δύο. Παλιόκοσμος ανάθεμα τον! Καλά το λένε «κόσμε ψεύτη, Χάρε κλέφτη». Σαν πλησίαζε το παλικάρι του πύργου στο παλάτι με πρόσωπο αλλοιωμένο από τη κούραση, βλέπει το άλλο παλικάρι έτοιμο να πατήσει το πρώτο σκαλοπάτι. Με ένα σάλτο το φτάνει και προσπαθεί να το προσπεράσει μα το άλλο δεν τον αφήνει. Έρχονται στα χέρια και αγριεμένα σαν λιοντάρια πολεμούνε να ξεσκιστούνε. Η βασιλοπούλα που ήταν στο παράθυρο και με καρδιοχτύπι έβλεπε να δει ποιος θα ερχότανε πρώτος, σαν είδε τα παλικάρια να έρχονται στα χέρια έτρεξε να τα χωρίσει αλλά «της τύχης τα γραμμένα δεν παρέρχεται κανένα». Μέχρι να κατέβει στη πόρτα, ο Χάρος είχε προλάβει. Τα δύο παλικάρια μέσα στο αίμα βουτηγμένα ήταν ξαπλωμένα σαν θεριά στο κατώφλι του παλατιού. Η βασιλοπούλα από τη λύπη της που έγινε αφορμή να συμβούν όλα αυτά, ορκίστηκε να αποσυρθεί από τον κόσμο και σαν μορφωμένη κοπέλα που ήταν ήρθε και κατοίκησε το πύργο μετά το θάνατο του πατέρα της. Τον έκανε μαντείο και έγινε και αυτή προφήτισσα. Κάθε βράδυ που είχε αστροφεγγιά ντυνόταν με ρούχα κάτασπρα και ανέβαινε στη κορφή του πύργου που είχε ένα σκαμνί πολύ μεγάλο με τρία ποδάρια και καθότανε και έβλεπε τα άστρα με τη Σολωμονική στα χέρια όλη νύχτα. Μόλις άρχιζε να χαράζει κατέβαινε και έλεγε στο καθένα που ενδιαφερότανε τι θα του συμβεί στη ζωή χωρίς ποτέ να κάνει λάθος. Μα ύστερα από πολύ καιρό γκρέμισε ο πύργος και από τότε η κοπέλα χάθηκε. Πέρασαν αρκετά χρόνια και σκάβοντας εδώ χάμω μια μέρα κάποιοι βοσκοί βρήκαν το τρίποδο σκαμνί της ολόγερο, σαν τη μέρα που το έκανε ο μάστορας και το φέρανε εκεί πάνω που είναι το χωριό μας και μαζευότανε εκεί ο κόσμος να το βλέπει και από τότε γιε μου το βγάλανε και το χωριό Τρίποδες. Παρ’ όλο που η βασιλοπούλα χάθηκε εδώ και χιλιάδες χρόνια, εντούτοις όμως το στοιχειό της βγαίνει κάθε βράδυ από τότε που πήρανε το τριπόδι και γυροφέρνει στα χαλάσματα του πύργου και το γυρεύει. Και δεν αφήνει χριστιανό να περάσει τη νύχτα παρά τον χαλά άμα δεν προφτάσει να κάνει το σταυρό του. Από τότε πολλοί είδαν τη κοπέλα μεταμορφωμένη σε πολλές μορφές. Πότε σαν τράγος που δεν αφήνει τα πρόβατα να περάσουν το βράδυ, πότε σαν καμπαναριό θεόρατο (!) και πόσα άλλα, που η Κυρία Τριποδιώτισσα να βάλει το χέρι της σε κάθε χριστιανό που περνά και ελεήσει και εμένα. Εγώ γιε μου, σου λέω πως μία φορά γελάστηκα και πέρασα από έξω και από τότε έκανα όρκο και σταυρό να μην περάσω ξανά μονάχος μου, γιατί λίγο ήτανε να μου κοπεί το αίμα από τη τρομάρα μου σαν την είδα μέσα στα μεσάνυχτα που πέρασα μεταμορφωμένη σε ανέμη και να στριφογυρίζει σαν τα εφτά δαιμόνια επάνω στα χαλάσματα του πύργου.