Σε ένα αλώνι στην Ελευσίνα ήταν ένα μαρμαρένιο άγαλμα, που προστάτευε το χωριό και με τη βοήθειά του πήγαιναν πάντα καλά τα γεννήματα. Κάθε γιορτή του άναβαν καντήλι. Κανείς δεν μπορούσε να το πάρει, όποιος δοκίμαζε να το πάρει από εκεί που ήταν στημένο του κοβότανε το χέρι (Σημ. Aragorn : Μάλλον εννοεί πως αν κάποιος δοκίμαζε να το πάρει, του κόβανε το χέρι). Μια φορά το πήραν οι Φράγκοι και το τράβηξαν ως το γιαλό και ήθελαν να το φορτώσουν, αλλά τη νύχτα γύρισε μοναχό του στη θέση του. Ήξεραν όλοι πως αν το έβαζαν σε καράβι να το πάνε αλλού το καράβι θα βούλιαζε. Όμως κατόρθωσαν να το πάρουν οι Εγγλέζοι το 1801 αφού έδωσαν πολλά χρήματα στους Τούρκους. Τη παραμονή της μέρας που ήθελαν να το πάρουν, ένα βόδι έκοψε το ζυγό, χίμηξε καταπάνω στο μάρμαρο και το χτύπησε με τα κέρατά του και από εκεί έφυγε μουγκρίζοντας προς το κάμπο. Οι χωρικοί κατάλαβαν πως θα τους βρει μεγάλο κακό αν το αφήσουν και δεν ήθελαν και έλεγαν πως θα καταστραφούν τα γεννήματά τους. Αλλά οι Εγγλέζοι τους έπεισαν πως δεν θα πάθουν τίποτα και την άλλη μέρα το πρωί έβαλαν το παπά με το πετραχήλι και πρώτος με την αξίνα έσκαψε το χώμα που ήταν γύρω από το μάρμαρο. Το σήκωσαν λοιπόν, το φόρτωσαν στο καράβι τους και το πήγαν στην Αγγλία και εκεί το έβαλαν σε ένα μουσείο. Το καράβι όμως που το φόρτωσαν πραγματικά στο επόμενο ταξίδι βούλιαξε. Τον άλλο χρόνο ήταν καλή σοδειά και οι χωρικοί πίστεψαν πως το άγαλμα θα γυρίσει πάλι. Ύστερα ήρθαν δύστυχοι χρόνοι και είδαν πως αυτό ήταν γιατί άφησαν να τους πάρουν το άγαλμα.