Το βράδυ της 24 Ιουνίου του 2001 ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πάτρας Χ.Χ. (Σημ. Aragorn : Τα αρχικά είναι αλλαγμένα για ευνόητους λόγους), παρακολουθούσε τηλεόραση στο σπίτι του. Η γυναίκα του και ο μικρός του γιος κοιμόταν ενώ η κόρη του έλειπε από το σπίτι. Όταν έκλεισε την τηλεόραση αντιλήφτηκε ότι το φως της κουζίνας ήταν αναμμένο. Πήγε να το σβήσει και αισθάνθηκε ένα ρίγος όπως το ρίγος που νιώθουμε όταν φυσάει παγωμένος αέρας. Εκεί βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με ένα ψηλό (1,90) και λιγνό ανθρωποειδές το οποίο φορούσε κάτι σαν σφιχτή φόρμα χρώματος μπλε η οποία κάλυπτε όλο του το σώμα. Η φόρμα είχε πάνω της «κυματοειδές» σχέδια. Το πρόσωπό του είχε ασαφή ανθρώπινα χαρακτηριστικά, έχοντας εξογκώματα εκεί όπου θα έπρεπε να είναι τα διάφορα χαρακτηριστικά του προσώπου. Ο μάρτυρας ανέφερε πως το πλάσμα θύμιζε «γραφικό από υπολογιστή». Το πλάσμα μετακινιόταν με μεγάλα άλματα «όπως τα άλματα που κάνουν οι αθλητές που πηδάνε εμπόδια», αλλά σε «αργή κίνηση» σαν «ένα χορευτή με τα δάχτυλά του να μην αγγίζουν το έδαφος». Βγήκε από τη κουζίνα και μπήκε στη τουαλέτα (η πόρτα ήταν ανοιχτή). Ο μάρτυρας το κυνήγησε αλλά η τουαλέτα ήταν άδεια. Τότε το ξαναείδε να βγαίνει από το δωμάτιο της κόρης του και να μπαίνει μέσα στη κουζίνα. Ξανά για τρίτη φορά το πλάσμα βγήκε από τη τουαλέτα (!) και μπήκε στο καθιστικό. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που είδε το πλάσμα. Ο μάρτυρας σοκαρίστηκε από την όλη εμπειρία και όπως ανέφερε δεν άκουσε κανένα ήχο ούτε και μύρισε κάποια μυρωδιά. Ακόμα δεν μπορούσε να πει αν η αίσθηση του κρύου υπήρχε σε όλη τη διάρκεια της εμπειρίας καθώς ήταν πολύ «στη τσίτα» για να το αντιληφθεί. Είχε την εντύπωση πως το πλάσμα «έτρεχε για να γλιτώσει από κάτι» ή ότι «κυνηγιόταν από κάτι και ήθελε να αποφύγει οποιαδήποτε επαφή». Η κοντινότερη απόσταση ανάμεσα στο μάρτυρα και στο ανθρωποειδές ήταν δύο μέτρα. Ακόμα είχε την εντύπωση πως το πλάσμα «μερικώς σταθερό και κινιόταν με αιθερικό τρόπο». Πηγή : Θανάσης Βέμπος