Ο Παραμπούτθης ο γέρος εκκλησιαζόταν τακτικά στην Ποταμίτισσα. 'Ηταν η εκκλησία δίπλα στο σπίτι του κι απέναντι από τον καφενέ τον. Δεν έχανε λειτουργία ή εσπερινό, πετιόταν έστω και για λίγο να προσκυνήσει, άναβε το κεράκι τον και γύριζε στη δουλειά του. 'Ενα Μεγαλοβδόμαδο ανέβαινε πάνω στην Παναγιά. 'Αρχισε από την Κυριακή των Βαίων. Ηταν Μεγάλη Πέμπτη, μόλις τελείωσαν τα δώδεκα ευαγγέλια. Τον βλέπει ο Ηγούμενος ο Κύριλλος Ρωμάνος και του λέει : «Πώς αυτό, κύριε Νικόλα., να εκκλησιάζεσαι εις την Σπηλιανή;» Και απαντά ο Παραμπούτθης μ ένα πικρό, σοβαρό χαμόγελο, χαρακτηριστικό της κωμικοτραγικής προσωπικό-τητάς τον : - Χε, χε, χε  Ξέρεις πόσες Λαμπρές έχω κάμει ; .Εβδομήντα οχzώ. Θαρώ πως είναι μ-μια. Αντή-δά η τελευταία. Εκείνη τη χρονιά πέθανε (20.4.1947).