'Η 'Ερήνη τ ' 'Αχτλέ είχε ντό Ρούσσο  άντρα κι έφυ(γ)ε κι έπή(γ)ε στή Ρουσσrα xt ° έπόμεrνε μοναχή της. Αύτή τά βράδια έν είχε ύπνο. "Ενα βράδυ θωρεί καί (α)νοί(γ)ει τό καντούνι τον σπτττοϋ της καί βγαίνει ένας χειλαράς μαύρος άθρωπος κι έφοροϋσε ένα άσπρο καπέλο καί μιά άσπρη βράκα, σάν άράπης. Αυτή άμα τόν είδε ή κακομοίρα έφο(β)ήθηκε λέει: - Νά πάω νά τού ψήσω καιρέ νά μή μέ φάει». Πάει, ψήνει τον καφέ, φέρνει τον, έβαλέ ντο μπάνω στό τραπέζι. Αύτός μέσ τό σαλόνι κουμπισμένος πάνω στό χέρι του, πάνω στό τραπέζι έκάθετο συλλο(γ)ισμένος. "Ηπyτε τό γκαφέ. Βάλλει τό χέρι του μέσ τή ζ-ζέπη, βγάλλει κάτι κόμπους μάλαμα, ένα yκόμπο άπό μάλαμα καί τό β βάλλει μέσ στό πιατάκι τον καφέ. Πιάνει ή 'Ερήνη τ ' 'Αχιλέ χρύβyει τον. 'Εν έπέρασε πολύ διάστημα νά ξανά πάλε τόγ ζαναθωρεϊ. 'Εφτά, όκτώ φορές έγίνη αυτό: Νά πίνει τό yκαφέ καί νά βάλλει τό γκόμπο τό μάλαμα μέσ' τό πιατάκι. "Αμα τό είπε έν τό γ-ξανά(ει)δε. "Η γεναίκα τάχε αύτά καί τά 'δετχτε μέχρι τό γκαιρό πού πέθανε. Τώρα έν ήξέρουμε τί γενήκασι