Οί έπιχειρήσαντες νά τήν κόψωσιν έπαθον κακά, ότε δ' ό 'Ιμπραίμ κατά τήν έκστρατελιαν  του είς ΙΙελοπόννησον, μαθών τούτο, διέταξε νά τήν κατακόψουν ένώπιόν του, οι δυο Άράπηδες στρατιώτες εις ους υνετεθη το εργον, ευθυς ώς έπληξαν τήν έλαίαν διά τών πελέχκων έπεσαν λιπόθυμοι. '0 'Ιμπραίμ όργισθείς ήθελε νά τήν καύση, άλλ' ήσθένησε. Τότε προσελθόντες πρός αυτόν τρείς χωρικοί, επεσχέθησνν νά τ4 δείξωσι μέγαν κεχρυμμένον θησανρόν (υπό τήν έλαίαν), υπό τόν όρον να διορίση αυτούς έν τcι χωρίω των δημογέροντας καί νά τούς δώση έκ. τού θησαυροϋ τό άνήκον. 'Εβεβαίουν δ' οί χωρικοί ούτοι εν πολλάκις είδον τήν νύχτα 'Αράπην, όδηγοϋντα είς βοσκήν τόν θησαυρόν έκείνον). Ο Ιμπραϊμ έπέτρεψε τήν αναζήτησιν τού θησαυροϋ καί διέταξε πολυυρίθμους στρατιώτας νά σκάψωσι τόν άγρόν, άλλ' έπειδή δέν ευρέθη τίποτε έφόνευσε τούς χωρικούς καί ένέπηξε τας κεφαλές των έπί τής έλίας. Καί πρό ολίγων έτcϋν νέα ανασκαφή έγινε πρός άνεύρεσιν τού θησαυροϋ, καί αύτη άνευ άποτελέσμυτος, ό δέ κύριος τού χτήματος, μή τολμών νά έκριζώση τήν άγριελάν, άφήνει έκ δεισιδαίμονος φόβου μεγάλην έκτασιν γής περί αυτήν χέρσον.