Ο δικηγόρος Χρήστος Χριστουλάκης, τεσσαρακοντούτης περίπου, έχων το γραφείον του επί της οδού Σταδίου πριν αναχωρήσει εκ του γραφείου του την παρελθούσα Πέμπτην, εκάλεσε τη γυναίκα η οποία σκουπίζει τα εν τη στοά εκείνη διάφορα γραφεία και την παρεκάλεσε το βράφυ να υπάγει σπίτι του όπου η παρουσία της θα ήτο πολυ χρήσιμος. Η πτωχή γυναίκα ηρώτησε τι ήτο το τόσο αναγκαίο δι' αυτήν την εσπέραν

- Αποψε θ' αποθάνω, λοιπόν θα έχεις πολύ δουλειά στο σπίτι.

- Χριστός και Παναγιά, ανέκραξε η γυναίκα, Κουνηθείτε καλέ από τη θέσιν σας! Τι λόγια είναι αυτά που λέτε;

- Αυτό που σου λέγω. Απόψε θα πεθάνω και πρέπει νάλθης σπίτι για να βοηθήσεις τους δικούς μου.

- Αστειεύεσθαι, παρατήρησε καταταραγμένη εκείνη.

- Δεν αστειεύομαι καθόλου. Σου λέγω ότι αποψε θα πεθάνω και θα είσαι χρήσιμη στο σπιτι. Πρέπει να έλθης.

Εννοείται ότι η πτωχή καθαρίστρια δεν μετέβη εις την οικιαν του Χριστουλακη διότι εφοβήθη μην την εκλάβουν δια τρελλήν. Και έπειτα τι θα έλεγεν εκεί μεταβαίνουσα, ότι επήγαινε διότι θα απέθνησκεν ο κύριος Χρήστος;

Την επάυριον κατάπληκτοι οι εν τη στοά όπου ευρίσκετο το δικηγορικό γραφείο του Χριστουλάκη, επληροφορούντο ότι ούτος απέθανεν εκ συγκοπής!

Η κατάπληξίς των δε ήτο επί τόσον βαθυτέρα καθόσον εγνώριζαν ήδη από την καθαρίστριαν εκείνα τα οποία ο Χριστουλάκης της είχε επή την προηγούμενην!