Τηλεκινητικά φαινόμενα παρόμοια με αυτά που σημειώνονται και σε άλλα μέρη του κόσμου και αναγράφονται στα ειδικά περιοδικά, σημειώθηκαν κοντά στο Φάληρο, στην οικογένεια του κ. Δημ. Αγριανίτου δισεγγόνου του πυρπολητή Πιπίνου. Ασυναίσθητη αιτία αυτών των φαινομένων εξακριβώθηκε πως είναι ο 16χρονος γιος του Μιχαήλ, ένα συμπαθητικό παιδί με ζωηρά μαύρα μάτια, το οποίο βρισκόταν ακριβώς στην ανάπτυξη της εφηβείας. Τα φαινόμενα άρχισαν στις 15 Αυγούστου του 1930 και ίσως πολύ πιο μπροστά αφού εδώ και δύο χρόνια πριν (1929) σημειώθηκαν ψαλιδίσματα ενδυμάτων, τα οποία γινόταν το μεσημέρι αλλά κυρίως τη νύχτα και τα οποία διαρκούν μέχρι σήμερα (1931). Το εξαιρετικό ενδιαφέρον είναι ότι προκαλούνται καταστροφές αντικειμένων, ενδυμάτων και τροφίμων ανερχόμενες μέχρι σήμερα στο ποσό των 5-6 χιλιάδων δραχμών. Θύματα είναι οι γονείς του παιδιού αλλά και ο θείος του ο οποίος κατοικεί δίπλα, άνθρωπος εξαιρετικά μορφωμένος και πολιτισμένος, κληρικός, πρόλυτος της Θεολογίας. Τα πρώτα φαινόμενα που παρατηρήθηκαν ήταν η επανειλημμένη εκρίζωση των λουλουδιών που υπήρχαν στο μικρό κήπο που υπήρχε ανάμεσα στα δύο σπίτια, φαινόμενο που αρχικά αποδόθηκε σε κακοβουλία τρίτων. Από τις 21 Σεπτεμβρίου όμως άρχισαν να σημειώνονται αυτόματες αναφλέξεις σε μέρη και ώρες που είναι δύσκολο να αποδοθούν σε κακοβουλία. Πρώτα κάηκε ένα καλάθι που βρισκόταν στο υπόγειο ενώ ταυτόχρονα πήραν φωτιά τα ρούχα του παιδιού που βρισκόταν στα νερά του νεροχύτη για πλύσιμο (!), έπειτα σημειώθηκε πυρκαγιά στο κρεβάτι της θείας του παιδιού κας Άννας Παρίση με αρκετές ζημιές. Κατόπιν βρέθηκε καμένο με μεγάλες τρύπες μεγάλο τραπεζομάντιλο από χοντρό λινό καθώς και εσώρουχα του ιερέα. Στη συνέχεια βρέθηκε μια μισανοιγμένη βαλίτσα με ρούχα, τα οποία ήταν μισοκαμένα. Το καλάθι που αναφέραμε παραπάνω ξαναπήρε φωτιά και βρέθηκαν απλωμένα εσώρουχα καθώς και εφημερίδες και περιοδικά τα οποία ήταν καμένα στις άκρες. Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως στις περισσότερες από τις παραπάνω περιπτώσεις βρέθηκαν δίπλα σπίρτα τα οποία ήταν καμένα, πράγμα που αρχικά απέρριψε την περίπτωση της αυτόματης ανάφλεξης όπως στα φαινόμενα της Δίβρης στη Λαμία (Σημ. Aragorn : Υπάρχει η αναφορά στο PARANORMAP), και αποδόθηκε σε κακοβουλία και η υπόθεση θα έκλεινε εδώ αν δεν μεσολαβούσε η πειστική και ανεξήγητη συνέχεια των φαινομένων. Μετά από λίγες μέρες άρχισε το συνηθισμένο φαινόμενο που συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις. Εξωτερικός λιθοβολισμός του σπιτιού αρχικά των τοίχων και στη συνέχεια των τζαμιών του σπιτιού που είχε ως αποτέλεσμα να σπάσουν όλοι με τρόπο παράξενο. Σε όλα τα σπασμένα τζάμια παρατηρήθηκε κυκλική τρύπα σε μέγεθος καρυδιού με ακτίνες προς τα κάτω. Ο λιθοβολισμός και οι ζημιές έκαναν τους ενοίκους του σπιτιού να υποπτευθούν ανθρώπους που τους εχθρεύονταν μιας και όταν συνέβαιναν τα φαινόμενα όλοι ήταν μέσα στο σπίτι και η εσωτερική κακοβουλία κατά τα φαινόμενα αποκλειόταν. Η αστυνομία που κλήθηκε ερεύνησε το γεγονός αλλά δεν μπόρεσε να ανακαλύψει τίποτα. Τότε σημειώθηκε το εξής χαρακτηριστικό γεγονός. Η θεία του μικρού που κοιμόταν μαζί του στο ίδιο δωμάτιο άκουσε στις 5 το πρωί κρότο σαν να έπεφτε μία πέτρα στο πάτωμα του προθαλάμου. Πήγε προς το μέρος που ακούστηκε ο θόρυβος και πράγματι βρήκε μία πέτρα ενώ όλα τριγύρω ήταν κλειστά. Πως ήταν δυνατό να πέσει ο λίθος αυτός; Τον πήρε στα χέρια της και τον άφησε να πέσει στο πάτωμα για να εξακριβώσει εάν ο κρότος ήταν ο ίδιος. Και πράγματι ήταν Αυτό ενίσχυσε τις υπόνοιες ότι πρόκειται για υπερφυσικό φαινόμενο. Ο λίθος όμως δεν ήταν ζεστός όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις. Τότε άρχισαν οι ζημιές γυάλινων και πήλινων σκευών. Οι περισσότερες γλάστρες έσπασαν, τα ποτήρια εκσφενδονίζονταν από την κουζίνα και ερχόταν να σπάσουν μπροστά τους ενώ δεν ήταν κανείς στη κουζίνα και αυτοί καθόταν στη τραπεζαρία. Το φαινόμενο αυτό επαναλήφτηκε πολλές φορές και μπροστά σε μάρτυρες όπως π.χ. των δεσποινίδων Γερδένη, του αρχιμανδρίτη κ. Ανδρέα Μαντούδη, των σεβ. Επισκόπων Βρεσθένης και Κυθήρων, του καθηγητή των φυσικομαθηματικών κ. Μητροπούλου, του καθηγητή κ. Καλλιάφα κτλ. Στη συνέχεια η θεία του παιδιού κ. Άννα Παρίση, είδε μια μέρα ένα μεταλλικό μαχαίρι της κουζίνας να διαγράφει κύκλους μπροστά της. Μια άλλη φορά ένα τηλεσκόπιο το οποίο βρισκόταν πάνω σε ένα έπιπλο να διαγράφει καμπύλη μέσα στο δωμάτιο και να χτυπά δυνατά πάνω στο τζαμένιο πλαίσιο της πόρτας. Μια άλλη φορά ένα μπουκάλι με ούζο της μισής οκάς αφού διέγραψε καμπύλη τροχιά έσπασε μπροστά της. Επίσης μια άλλη φορά ένα μπουκάλι κρασί να έρχεται από το τζάκι της τραπεζαρίας και να σπάζει στο δάπεδο. Τέλος μια σιδερένια σχάρα της σκάλας να εκσφενδονίζεται από μόνη της μακριά. Εντελώς ιδιαίτερες μετακινήσεις παρουσιάστηκαν σε ένα μικρό κρυστάλλινο καλαμάρι το οποίο έπεφτε συνεχώς στη τραπεζαρία μπροστά τους. Τα φαινόμενα όμως ενώ πριν περιορίζονταν μόνο σε ζημιές αντικειμένων άρχισαν να επιφέρουν και καταστροφές σε τρόφιμα. Μία κατσαρόλα με γάλα έπεσε από τη ταράτσα κάτω, ένα πακέτο βούτυρο εκσφενδονίστηκε έξω από το παράθυρο της κουζίνας και τέλος ένα κεφάλι τυριού ροκφόρ 3 οκάδων το οποίο είχε εξαφανισθεί από το σπίτι βρέθηκε στα σκουπίδια προς μεγάλη χαρά των γατιών και των κοτών, ενώ εκσφενδονίστηκε επίσης από τη ταράτσα στο δρόμο μία παγωνιέρα βάρους 7 οκάδων. Τέλος τα φαινόμενα τα οποία συνήθως δεν βλάπτουν άτομα, στράφηκαν και κατά των ενοίκων ευτυχώς όμως χωρίς κάτι το σοβαρό. Μια μέρα ενώ η κ. Άννα Παρίση ανέβαινε μαζί με τη διδα Γερδένη τη σκάλα της Ταράτσας δέχτηκε στο κεφάλι κοντά στο αυτί ένα μικρό μεταλλικό δίσκο. Το ίδιο το αγόρι δέχτηκε στο κεφάλι ένα αυγό ενώ και ο ιερέας στο μέτωπο ένα μπουκαλάκι. Μια άλλη φορά και ενώ καθόντουσαν στη τραπεζαρία, άκουσαν από τη διπλανή κουζίνα ένα τρομερό κρότο ανατρεπόμενων επίπλων και σπασμένων γυαλικών. Τρέχοντας να δουν τι συμβαίνει βρήκαν ερμάρια και φανάρια τροφίμων στο πάτωμα και τα δοχεία τους σπασμένα ενώ τα χαλκώματα έφευγαν από μόνα τους από το πάνω ράφι της πιατοθήκης. Τότε ο ιερέας θέλησε να κάνει αγιασμό και αφού έβαλε σε ένα κάθισμα την εικόνα των Ταξιαρχών άναψε μπρος ένα κερί και άρχισε να διαβάζει τις ευχές όταν μία κάλτσα που βρισκόταν στη κουζίνα ήρθε και σκέπασε και έσβησε το κερί (!). Τότε ο ιερέας με θυμό φώναξε : «Άγιε μου Ταξιάρχη, πως επιτρέπεις να γίνονται μπροστά σου τέτοια πράγματα». Ξαφνικά, αντί να σταματήσουν τα φαινόμενα, το κανάτι του αγιασμού διέγραψε καμπύλη, ήρθε και χτύπησε με ορμή τον τοίχο πάνω από την εικόνα, έκανε γκελ σαν να ήταν από ελαστικό υλικό και προσγειώθηκε στο στήθος του ιερέα κάνοντας τον μούσκεμα και στη συνέχεια αφού χτύπησε στο πάτωμα έσπασε. Τότε πανικός κατέλαβε τους ενοίκους. Δεν τολμούσαν πλέον ούτε βήμα να κάνουν χωρίς να κρατούν ένα σταυρό στο χέρι σαν μοναδικό όπλο κατά του αόρατου εχθρού. Ένα βράδυ πήγε το παιδί να πάρει το φαγητό του από το σπίτι του θείου του με ένα αστυφύλακα μαζί σφίγγοντας πάντα στο χέρι του το σταυρό. Όταν όμως πήρε στα χέρια του το δέμα με το φαγητό έδωσε τον σταυρό και τον κράτησε ο αστυφύλακας ο οποίος δέχθηκε αμέσως στο κεφάλι ένα τούβλο και ο άνθρωπος τρομοκρατημένος άρχισε να σταυροκοπιέται σπασμωδικά λέγοντας συνεχώς «Κύριε ημών Ιησού Χριστέ». Μια άλλη βραδιά οι οικογενειακές φίλες διδες Γερδένη έφευγαν από το σπίτι για να επιστρέψουν στο δικό τους. Μόλις βγήκαν από τη πόρτα δέχτηκαν χώματα στο κεφάλι και στη συνέχεια σφαιρίδια από χαρτιά. Τότε τάχυναν το βήμα τους αλλά κοντά τους χωρίς να είναι κανείς αντηχούσε ένας κρότος όπως κάνει ο αναπτήρας χωρίς όμως να βλέπουν φως. Όταν τελικά έφτασαν μπροστά στο σπίτι τους άκουσαν κάτι να πέφτει μπροστά και βρήκαν ένα παλιό αναπτήρα. Κατόπιν αυτού άρχισαν στο σπίτι του παιδιού να σπάνε τα πόμολα από τις πόρτες και να χάνονται τα κλειδιά. Μία φορά η θεία του παιδιού έχασε ένα κλειδί το οποίο δεν μπορούσαν να βρουν όπου και αν έψαξαν. Τότε λοιπόν αγανακτισμένη χτύπησε τα χέρια της φωνάζοντας : «Μα για όνομα του Θεού, τι κακό είναι τούτο». Και τη στιγμή αυτή άκουσε αμέσως αριστερά της ένα χτύπο και είδε να πέφτει δίπλα της το κλειδί. Μία Κυριακή και ενώ το παιδί κοιμόταν στη τραπεζαρία και οι άλλοι ήταν στη ταράτσα, άκουσαν κρότο σαν κάδρο να πέφτει κατά γης και έπειτα κρότους σαν κάποιος να χτυπούσε τη πόρτα στην αρχή σιγανά, μετά δυνατότερα και στο τέλος τα χτυπήματα συγκλόνιζαν όλο το σπίτι. Τότε κατέβηκαν έντρομοι και βρήκαν το παιδί πανικόβλητο, ένα κάδρο ήταν εκσφενδονισμένο απέναντι του και διάφορα άλλα μικροπράγματα σπασμένα. Ανέβηκαν πάλι στη ταράτσα αλλά και πάλι οι κρότοι επαναλήφτηκαν. Ξανακατέβηκαν στη τραπεζαρία αλλά οι κρότοι επαναλήφτηκαν για τρίτη φορά. Τη στιγμή αυτή ο ιερέας φώναξε με αγανάκτηση : «Μα επί τέλους τι είσαι εσύ που χτυπάς; Χριστιανός; Τούρκος; Τι θέλεις από εμάς; Θέλεις προσευχή; Αν θέλεις να προσευχηθώ για σένα χτύπησέ μου μία φορά» Τότε ακούστηκαν σαν απάντηση τέσσερις ελαφριοί κρότοι στη πόρτα, οι τρεις μαζί και ο ένας χωριστά, εξακολούθησαν δε κατόπιν σιγανοί μέχρι που σταμάτησαν. Η εξακρίβωση αυτή των κρότων παρόντων των ενοίκων απέδειξε ότι οι άλλοι δυνατότεροι δεν οφείλονταν σε απάτη. Μια μέρα ήρθε στο σπίτι ο επίσκοπος Βρεσθένης να κάνει αγιασμό μη πιστεύοντας στα φαινόμενα και λέγοντας πως όλοι τρελάθηκαν στο σπίτι αυτό. Τότε ξαφνικά μερικά χρυσωμένα καρύδια από το χριστουγεννιάτικο δέντρο τα οποία βρισκόταν στην εταζέρα του επάνω ορόφου χτύπησαν στο κεφάλι τον επίσκοπο ενώ συγχρόνως εξαφανίζονταν το μεταξωτό του περιλαίμιο, τα χρυσά γυαλιά του επισκόπου Κυθήρων και έσπαζε σε κομμάτια η ράβδος του αρχιμανδρίτη κ. Ανδρέα Μαντούδη. Ο ιερέας παρακάλεσε τότε τον αιδεσιμότατο κ. Μαντούδη να δεχθεί μία άλλη ράβδο δική του από έβενο με ελεφάντινη λαβή. Τη στιγμή όμως που ο ένας επέμενε να τη δώσει και ο άλλος αρνούταν να τη πάρει ακούστηκε ένας κρότος έσπασε και η δεύτερη αυτή ράβδος ακριβώς στο σημείο που ενώνονταν η ελεφάντινη λαβή της με τον έβενο. Ένα άλλο βράδυ γύρω στις 10 και ενώ στο σπίτι του ιερέα κοιμόταν όλοι ακούστηκαν κρότοι στη πόρτα και όλοι τρόμαξαν νομίζοντας πως πρόκειται για μία νέα εκδήλωση των φαινομένων. Ήταν όμως ο πατέρας του παιδιού ο οποίος τους ανήγγειλε ότι ο μικρός σε υπνοβατική κατάσταση φώναζε : «Μα δεν είναι κρίμα να κόβεις το καινούργιο ράσο του θείου;» Έτρεξαν τότε στο μέρος που κρεμόταν το ράσο και το βρήκαν όντως ψαλλιδισμένο και το ψαλίδι από το οποίο καταστράφηκε δίπλα στο μπουφέ. Έκτοτε πολλές φορές ενώ το αγόρι έπεφτε τη νύχτα στην ίδια κατάσταση τους υπεδείκνυε τη θέση διαφόρων χαμένων αντικειμένων, όπως κάποτε επέμενε πως ένα παπούτσι του θείου του εκσφενδονίστηκε έξω στο δρόμο κάτω από το παράθυρο. Οι δικοί του όμως δεν το πίστεψαν. Εκείνη τη μέρα έβρεχε και την επόμενη πράγματι βρήκαν το παπούτσι εκεί που είπε το παιδί μούσκεμα από τη βροχή. Μία άλλη μέρα τους είπε πως ένα χαμένο κλειδί ήταν σε μια συγκεκριμένη γλάστρα. Εκείνοι έψαξαν αλλά δεν το βρήκαν. Ο υπνοβάτης όμως επέμενε, τους έλεγε να ψάξουν πιο βαθιά. Και πράγματι το κλειδί βρέθηκε. Μετά από μερικές μέρες υπέδειξε ένα άλλο κλειδί το οποίο βρισκόταν σε ένα τενεκέ λαδιού το οποίο το χρησιμοποιούσαν σαν γλάστρα. Το πρώτο ψάξιμο που έγινε δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, όμως το αγόρι επέμενε και μετά από προσεχτική έρευνα βρέθηκε το κλειδί στο βάθος του δοχείου. Ο καθηγητής των φυσικομαθηματικών κ. Μητρόπουλος βρισκόμενος ένα βράδυ στο συγκεκριμένο σπίτι είδε ένα τασάκι να φεύγει από το μπουφέ της τραπεζαρίας στο διάδρομο και ένα τηλεσκόπιο να εκσφενδονίζεται προς τη κουζίνα όπου έπεσε και έσπασε σε κομμάτια. Ο αστυνόμος της περιοχής κ. Καριώτης επανειλημμένα προσπάθησε να αναπαραστήσει τα φαινόμενα ιδίως την ορμή με την οποία θα έπεφταν τα αντικείμενα από διάφορες αποστάσεις χωρίς καμιά επιτυχία. Ένα βράδυ μάλιστα άφησε άφησε επίτηδες στο τζάκι ένα χάρτινο δεκάδραχμο και ένα νικελένιο δίδραχμο. Μετά από λίγο εξαφανίστηκε το δεκάδραχμο το οποίο βρέθηκε μετά από μέρες μέσα στο τενεκέ των σκουπιδιών. Ο αρχιμανδρίτης κ. Ανδρ. Μαντούδης οικογενειακός φίλος ήταν μάρτυρας σε πολλές από αυτές τις εκδηλώσεις εκτός από την αναφερόμενη περίπτωση με τη ράβδο του. Μία μέρα και ενώ βρισκόταν στο διάδρομο εκσφενδονίστηκε μπροστά του από τον παρακείμενο μπουφέ η τυριέρα σκορπίζοντας τα τυριά που ήταν μέσα. Μία άλλη φορά δέχτηκε στο κεφάλι μία πέτρα μεγέθους μήλου το δε καλυμμαύχι του έφευγε μόνο του από τη κρεμάστρα και εκσφενδονιζόταν μακριά. Ιδιαίτερα παράξενη ήταν η συμπεριφορά των κατοικίδιων ζώων κατά την ώρα των φαινομένων. Οι μεν γάτες φώναζαν σαν δαιμονισμένες το δε σκυλί εκ φύσεως άγριο άλλες φορές αγρίευε πάρα πολύ έτσι ώστε να επιτίθεται εναντίον των κυρίων του ενώ άλλες φορές χωνόταν τρομαγμένο κάτω από το καναπέ. Είναι δε ενδεικτικό ότι κατά τη διάρκεια των φαινομένων ποτέ δεν ακούστηκε να γαβγίζει όπως θα έκανε αν τα φαινόμενα προκαλούνταν από κάποιο ξένο για να τρομοκρατήσει τους ενοίκους.