Ήταν κάποτε, πριν πολλά χρόνια, σχεδόν εφτά δεκαετίες, ένας μικροπωλητής από το Ζογλώπι (τη σημερινή Ραχούλα) που όργωνε τα χωριά του κάμπου αναζητώντας πραμάτεια. Έναν Οκτώβρη πέρασε από το Ζουλευκάρι όπου και βρήκε, κοντά σε έναν λοφίσκο που πριν χρόνια είχαν σκάψει αρχαιολόγοι, έναν μεταλλικό δίσκο, μικρό σαν το ψηλό φεγγάρι, που απ’ τη μία είχε ένα γενειοφόρο φίδι κι από την άλλη κάτι ορνιθοσκαλίσματα. Επέστρεψε άρρωστος στο σπίτι ο άνθρωπος, και δεν μπορούσε να πάει στην Καρδίτσα, εκεί όπου ήξερε ανθρώπους που αναζητούσαν τέτοια αντικείμενα. Για αυτό έδωσε τον δίσκο στον γιο του, ξορκίζοντάς τον να μη σταματήσει πουθενά, μήτε να αποκαλύψει τι κουβαλούσε σε κανέναν πέρα από τον κύριο που έμενε σε μια συγκεκριμένη διπλοκατοικία κοντά στην αγορά της πόλης.

Με τον δίσκο στη μέσα τσέπη του παλτού, απ’ τη μεριά της καρδιάς, ο γιος του κίνησε αποβραδίς για την Καρδίτσα μαζί με καμπόσους ακόμη συγχωριανούς. Έτσι ήταν το συνήθειο τότε, τις μέρες που ήταν η αγορά: ο κόσμος ταξίδευε μέσα στην άγρια νυχτιά ώστε να φτάσουν ξημερώματα στην πόλη για να πουλήσουν την πραμάτεια τους ή να τελειώσουν τις δουλειές και να επιστρέψουν πίσω στο χωριό μέχρι το μεσημέρι.

Παρότι τέλη Οκτώβρη, ο καιρός ήταν καλός εκείνο το βράδυ, δίχως σύννεφα, με ένα ζεστό αεράκι από τον νοτιά κι ένα φεγγάρι σχεδόν ολόγιομο που φώτιζε τη στράτα. Οι ταξιδιώτες είχαν καλή διάθεση και οι φωνές τους έσπερναν με καλαμπούρια τους αγριότοπους.

Όταν οι ταξιδιώτες έφτασαν στο χάνι του Κατσούλα, οι υπόλοιποι είπαν να κάνουν στάση για λίγο κρασί. Όμως ο νεαρός, παρότι δελεάστηκε, τήρησε την υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα του και είπε πως θα συνεχίσει μονάχος προς τη Σέκλιζα. Ούτε που έφτασαν στα αυτιά του οι προειδοποιήσεις των συγχωριανών του για τον ιστορικό αυτό οικισμό.

Λίγο αφότου φάνηκε ο λόφος με τα ερείπια του παλιού κάστρου που κάποτε δέσποζε πάνω από το συγκεκριμένο χωριό, ο νέος είδε μια σκυφτή μορφή να προχωράει αργά στο μονοπάτι μπρος του. Σίμωσε και είδε ότι ήταν μια γριά, χαροκαμένη καθώς φαινόταν από τα μαύρα ρούχα που την τύλιγαν. Απ’ την καλή του την καρδιά, σταμάτησε και της πρότεινε να ανέβει στο μουλάρι, να την πάει ως το χωριό όπου ήταν ο προορισμός της, καθώς υπέθετε. Δέχτηκε η γριά και σκαρφάλωσε από πίσω του.

Μιλιά δεν έβγαζε η ηλικιωμένη. Τόση ήταν η σιωπή που μετά από λίγο ο νέος γύρισε ασυναίσθητα το κεφάλι, να δει μήπως η συνεπιβάτιδά του είχε κοιμηθεί. Σαν είδε ότι ήταν μόνος του επάνω στο μουλάρι, τον κυρίευσε έκπληξη και δέος, γιατί θα είχε ακούσει σίγουρα αν η γριά είχε πέσει. Σταυροκοπήθηκε μεμιάς και στο μυαλό του κύλισαν διηγήσεις για τα παράξενα όντα που λέγεται πως κυκλοφορούν στα δάση και στους λόφους που ζώνουν τη Σέκλιζα. Για να πάρει θάρρος ήπιε λίγο τσίπουρο απ’ το φλασκί που είχε αρπάξει απ’ τον πατέρα του και κίνησε ξανά.

Λίγα λεπτά αργότερα άκουσε από πίσω του ένα μουρμουρητό, σαν κάποιο σκιάχτρο να έψελνε κρυφά. Τρέμοντας, ο νεαρός έκανε να γυρίσει να κοιτάξει, μα αλαφιασμένος διαπίστωσε ότι μήτε λαιμό μπορούσε να κουνήσει, μήτε χέρια, πόδια ή γλώσσα. Αβοήθητος απάνω στο μουλάρι, ένιωσε μια παγωμένη ανάσα στον λαιμό, και μυτερά άκρα να τον αδράχνουν απ’ τη μέση, να του σφίγγουν τα πλευρά σαν ρίζες με άκρες από κέρατο. Μάταια πήρε να λέει μέσα του το Πάτερ Ημών: τα χέρια ανέβαιναν αργά στον θώρακά, το άγγιγμά τους πύρινο.

Σαν έφτασαν στο ύψος της καρδιάς του, το αγόρι νόμισε πως είχε έρθει το τέλος του. Μα ευθύς ακούστηκε ένας υπόκωφος κρότος σαν να έσβησαν ξαφνικά τα μισά αστέρια, ένα βαθύ ψύχος τον τύλιξε μαζί με άφθονο σκοτάδι. Λίγες στιγμές αργότερα το φως επέστρεψε, και ο νεαρός διαπίστωσε ότι μπορούσε ξανά να κουνήσει το σώμα του. Ήταν μόνος πάνω στο μουλάρι και το φεγγάρι έφεγγε λαμπρότερα από πριν. Έβαλε το χέρι του πάνω από την καρδιά που χτυπούσε σαν τρελή, και άγγιξε κάτι σκληρό – τον μικρό δίσκο. Τον έσφιξε δυνατά και συνέχισε τον δρόμο του.

Λίγες ώρες αργότερα έφτασε στην Καρδίτσα όπου έκανε τα ψώνια της εβδομάδας αλλά δεν πέρασε από τη διεύθυνση που του είχε δώσει ο πατέρας του. Όταν επέστρεψε στο χωριό διηγήθηκε την ιστορία στην οικογένειά του και κράτησε τον δίσκο μέχρι τα βαθιά γεράματα, μαζί με τα μαύρα σημάδια που του είχαν αφήσει στα πλευρά τα χέρια της γριάς.

[Η ιστορία βασίζεται σε τοπικό θρύλο της περιοχής Σέκλιζας και Ρούσσου Καρδίτσας]