Τον Ιούλιο του 1922 βρισκόμουν στην Άνδρο και ασχολιόμουν με το «τραπεζάκι», πιστεύοντας τότε ότι επικοινωνούσα με τον μακαρίτη σύζυγό μου. Όντως λάβαμε από τις κινήσεις πάνω στο «τραπεζάκι» κάποιες απαντήσεις οι οποίες όμως ήταν πάντα σύμφωνες με τις δικές μας σκέψεις και τώρα καταλαβαίνω πως ήταν απλή τηλεπάθεια. Όταν όμως τελειώσαμε, κάτω από την επίδραση των εντυπώσεων αυτών αισθανόμουν δυνατή συγκίνηση και δεν μπορούσα να κοιμηθώ ήσυχα. Τότε άρχισα να ακούω από το τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι μου κρότους, αρχικά σιγανούς και έπειτα δυνατότερους σαν να έσπαζαν αντικείμενα από πορσελάνη. Σηκώθηκα αμέσως και εξακρίβωσα ότι δεν υπήρχε πάνω στο τραπέζι αλλά ούτε και μέσα στο δωμάτιο κάτι το οποίο να δικαιολογεί τους κρότους αυτούς και κοιμήθηκα φοβισμένη. Την επόμενη το απόγευμα επαναλάβαμε πάλι τα πειράματά μας με το τραπεζάκι. Την ίδια νύχτα οι ίδιοι κρότοι επαναλήφτηκαν. Κατόπιν σταμάτησαν και εγώ μπόρεσα να αποκοιμηθώ. Μετά από ώρα άκουσα έναν ισχυρό κρότο όμοιο με τους προηγούμενους και ξύπνησα τρομαγμένη. Αυτή τη φορά όμως τον κρότο τον άκουσε και η θεία μου κ. Ελένη Καίρη η οποία κοιμόταν στο διπλανό από το δικό μου δωμάτιο, η οποία αμέσως σηκώθηκε προσπαθώντας να εξακριβώσει την αιτία του κρότου χωρίς φυσικά να βρει τίποτα. Τελικά βγάλαμε το τραπεζάκι έξω από το σπίτι και ησυχάσαμε.