Ήμασταν σε κυνηγετική εκδρομή με το φίλο μου κτηματία κ. Μιλτ. Θεολόγου, την εποχή των τρυγονιών πριν από ένα μήνα (Νοέμβριος 1930) και κοιμηθήκαμε το βράδυ σε ένα πανδοχείο της Βούλας για να είμαστε στη Βουλιαγμένη νωρίς το πρωί. Περί τις 2.30 το βράδυ ο φίλος μου ξύπνησε, εγώ καταλαβαίνοντας ότι είχε ξυπνήσει τον ρώτησα μήπως ήταν ώρα να ξεκινήσουμε. «Όχι ακόμη», μου απάντησε, «αλλά ονειρεύτηκα πολύ ζωηρά ότι ένας μεγάλος σκορπιός ήταν πάνω από το κεφάλι μου και ετοιμαζόταν να με τσιμπήσει. Το όνειρο ήταν τόσο ζωηρό που ξύπνησα και ακόμα νιώθω ότι είμαι τόσο ταραγμένος ώστε δεν μπορώ να πεισθώ ότι δεν είναι τίποτα. Δυστυχώς δεν μπορώ να βρω τα σπίρτα μου για να δω…» Άναψα τότε το ηλεκτρικό φαναράκι και φανταστείτε την έκπληξή μας όταν είδαμε στο τοίχο ακριβώς πάνω από το προσκέφαλό του κ. Θεολόγου ένα μεγάλο σκορπιό τον οποίο σκοτώσαμε και τον δώσαμε στο πανδοχέα να τον βάλει σε φιάλη λαδιού μαζί με άλλους για να κατασκευάσει… «σκορπιόλαδο» το οποίο ο λαός θεωρεί μοναδικό για τα κεντήματα των σκορπιών.