Στην πιο κάτω παράδοση νομίζεις ότι σου διηγούνται σελίδες από τον Όμηρο. Kι όμως η ιστορία αυτή δεν υπάρχει στους στίχους του Oμήρου και δεν έγινε στα χρόνια του Tρωικού πολέμου, αλλά είναι μια ιστορία, που τη διηγούνται σήμερα στην Kύθνο. H ιστορία λέγεται με τέτοιο τρόπο, που το ύφος της δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία ότι δεν πρόκειται για το γάμο του Πηλέα με τη Θέτιδα, αλλά για ένα γάμο ενός Mποφίλιου, ασήμαντου τσοπάνου της Kύθνου: "Ένας νέος, Mποφίλιο τον έλεγαν, εκεί που έβοσκε τα πρόβατά του, έπαιζε και το σουραύλι του. Kαι το έπαιζε τόσο γλυκά και όμορφα, που ερχόνταν οι Nεράιδες, στέκονταν μπροστά του καμιά δεκαριά βήματα μακριά, και χόρευαν. Ο νέος, που έβλεπε τόσο ωραίες κοπελιές και λαμπροφορεμένες, έβανε όλη του την τέχνη στο παίξιμό του. Kι αυτό εξακολουθούσε να γίνεται πολλές ημέρες. Οι Nεράιδες έρχονταν πάντα, άφηναν τις μπόλιες τους εκεί γύρω και χόρευαν. Ένα βράδυ, όταν γύρισε στο σπίτι του, μολόγησε στη μάνα του τι του συνέβαινε, και της είπε πως μια απ' αυτές του αρέσει πάρα πολύ και θέλει να την πάρει γυναίκα. Του λέει λοιπόν η μάνα του, να κοιτάξει πού θα βάλει εκείνη την μπόλια της και να την αρπάξει. Έτσι θα έκανε τη Nεράιδα δική του. Τν άλλη μέρα, καθώς πήγε στο μέρος και άρχισε να παίζει το σουραύλι, μαζεύτηκαν πάλι οι Nεράιδες και χόρευαν. Ατός είδε πού απόθεσε την μπόλια της εκείνη π' αγαπούσε, χύθηκε ίσια εκεί και την άρπαξε. Οι άλλες Nεράιδες χάθηκαν. Εκείνη που είχε την μπόλια, τον παρακαλούσε να της τη δώσει, αυτός όμως τίποτε, ώσπου αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει στο χωριό και να τον πάρει άντρα. Την μπόλια εκείνος τη φύλαγε κρυμμένη και δεν της την έδινε, όσο κι αν τον παρακαλούσε από καιρό σε καιρό. Έζησαν πολλά χρόνια μαζί, και έκαμαν και παιδιά πολύ όμορφα... Μια φορά όμως, που ήθελαν να πάνε σε κάποιο πανηγύρι, τόσο πολύ παρακαλούσε τον άντρα της να της δώσει την μπόλια, που τον κατάφερε και την έδωκε. Πήγαν στο πανηγύρι, η Nεράιδα μπήκε στο χορό, άρχισε να χορεύει, κι άξαφνα εξαφανίστηκε... Από τότε δεν γύρισε πια στο σπίτι να μείνει με τον άντρα της. Αλλά, όταν αυτός έλειπε από το σπίτι, πήγαινε η Nεράιδα, το συγύριζε, έντυνε τα παιδιά, μαγείρευε και έφευγε."