Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου ήτανε μυλωνάς ούλα του τα χρόνια σε ξένοι όμως μύλοι. Δικό του απόχτησε στα τελευταία του χρόνια, δηλαδή στα 1909. Τον ίδιο μύλο που βρίσκεται στη Χώρα τονε κληρονόμησα εγώ. Τονε βαστώ ως σήμερα και είναι ο μόνος που βαστιέται με όλα του τα εξαρτήματα. Έχω ακουστά πως είναι απ' τις παλιότεροι μύλοι του νησιού. Όταν τον αγόρασε ο πατέρας μου έμαθε από τον πουλητή μια παράξενη ιστορία: Ο παλιός του νοικοκύρης το λοιπόν σαν επήγαινε κάθε πρωί στο μύλο του εύρισκε αλεσμένα και νοικοκυρεμένα όσα σακούλια του μείνανε ανάλεγα την προηγούμενη μέρα. Μια δυο τρεις τα ίδια και τα ίδια και ο άνθρωπος επαραξενευούντανε. Ποιος τάχατες να του τό 'κανε αυτό; Για να ξεδιαλύνει το μυστήριο παραφύλαξε μια νύχτα κι εκείνο που είδανε τα μάθια του τόνε παραξένεψε ακόμα πιο πολύ και δεν το ξεστόμισε σε κανένα. Καθώς λοιπόν ήτανε λουφαγμένος κάπου εκεί κοντά κι είχε τα μάθια του καρφωμένα στο μύλο και τ' αυτιά του τεντωμένα να μην του ξεφύγει ούτε ο παραμικρός θόρυβος, εκεί κατά τα μεσάνυχτα είδε να φανερώνεται ξαφνικά ένας αράπης που, αφού έζεψε το μύλο, άρχισε ν' αλέθει και σαν απάλεσε εμάζεψε τα πανιά, ενοικοκύρεψε το μύλο, ασφάλισε την πόρτα και χάθηκε από τα μάθια του. Αφού ο αράπης δεν τού 'κανε κακό παρά τονε βοηθούσε μάλιστα στη δουλειά του, εσυνήθισε αυτήν την κατάσταση και δεν τού 'κανε πια εντύπωση. Εκείνο όμως που εκατάλαβε ήταν πως κανείς άλλος εξόν από αυτόν τον ίδιο δεν μπορούσε να δει τον αράπη. Μια νύχτα όμως τα πράγματα αλλάξανε. Ήτανε η μέρα που εόρταζε η Παναγία η Καστριανή και περασμένα τα μεσάνυχτα εγύριζε από το πανηγύρι. Μόλις φανερώθηκε ο μύλος του τον είδε ζεμένο ν' αλέθει κι από το φωτισμένο παραθύρι του εξεχώρισε τον αράπη που επηγονορχούντανε στ' ανώι. Κεφισμένος καθώς ήτανε απ' το πιοτί ετράβηξε την πιστόλα του και ρίχνοντας μια πιστολιά στον αέρα φώναξε: "Γεια σου, μωρέ αράπη!" Με την κουμπουριά όμως και τη φωνή του νοικοκύρη μονομιάς ο αράπης εξαφανίστηκε και ο μύλος εφανερώθηκε σκολασμένος όπως τον είχε παρατημένο από βραδύς. Από τότες πια, σαν επήγαινε τα πρωινά, έβρισκε ανάλεγα τα σακούλια.