Το 1929 βρισκόμουν μαζί με τη μητέρα μου στο Γαλαξίδι και ήμασταν έτοιμοι να γυρίσουμε στη Πάτρα. Στις 2 μ.μ. βγήκα από το σπίτι για να πάω περίπατο. Μετά από μισή ώρα και ενώ όλοι στο σπίτι κοιμόνταν η μητέρα μου σε κατάσταση ημιγρήγορσης τινάχτηκε απότομα από το κρεβάτι και ξύπνησε την ξαδέρφη της λέγοντας «Το παιδί, ο Κωστάκης, κάτι έπαθε… δεν ακούς που φωνάζει αχ! Μαμά μου, αχ μαμά μου; Τρέξε άνοιξε του γρήγορα». Η θεία μου βλέποντας τη μητέρα μου σε αυτή τη κατάσταση έτρεξε στο παράθυρο και μη βλέποντας κανένα στο δρόμο επέστρεψε. Παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις της η μητέρα μου είχε την ακράδαντη πεποίθηση ότι κάτι κακό μου είχε συμβεί, γιατί όπως έλεγε δεν είχε κοιμηθεί αλλά είχε μόλις μισοκλείσει τα μάτια της όταν άκουσε τις κραυγές μου (λέξεις) καθαρότατα. Όντως ένα τέταρτο μετά τα παραπάνω, κλαίγοντας από το πόνο χτυπούσα τη πόρτα που μέναμε. Ένας ξάδερφός μου είχε κατά λάθος σπάσει με δυνατό χτύπημα σιδερένιας ράβδου τα δύο μπροστινά μου δόντια. Ακριβώς μετά το χτύπημα φώναξα τις λέξεις «αχ! Μαμά μου». Όπως αποδείχτηκε αργότερα η ώρα κατά την οποία άκουσε η μητέρα μου τις κραυγές συνέπιπτε ακριβώς με τη στιγμή του ατυχήματος.