Την 28 Ιουλίου 1928 (περίπου, όσον αφορά τη χρονιά) η εξ Ικονίου πρόσφυγας Βασιλική Καραχάλιου η οποία έμενε στο Πειραιά στη συνοικία Κουρτσικάρη στους πρόποδες του Κορυδαλλού, είδε στον ύπνο της τρεις άντρες με ονόματα Σωκράτη, Γεράσιμο και Κωνσταντίνο συνοδευόμενους από μία «σκιερή» γυναίκα με το όνομα Μαρία, η οποίοι την διέταξαν να σκάψει σε ένα ορισμένο μέρος το οποίο απείχε γύρω στα 500 μέτρα και σε ακτίνα 50 μέτρων. Εκεί την είπαν πως θα βρει κάτι για το οποίο «θα μιλήσει όλη η οικουμένη». Το όνειρο επαναλήφθηκε τρεις φορές μέσα στις επόμενες μέρες με απειλές ότι αν δεν έκανε τις ανασκαφές «θα την πνίξουν, και αυτή και τα παιδιά της». Τότε η σύζυγός της, εργάτης στο επάγγελμα, ο οποίος αναγκάζονταν να ξυπνά από την αγωνία του εφιάλτη της γυναίκας του, τη συμβούλεψε να αποταθεί στον ιερέα του συνοικισμού παπά-Ευάγγελο. Εκείνος δέχτηκε να τη βοηθήσει και αφού έψαλλε παράκληση άρχισε εκσκαφή η οποία μέχρι το βάθος 1,5 μέτρων δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Τότε η Βασιλική σαν από ξαφνική έμπνευση πήρε η ίδια την αξίνα. Αμέσως, το πρώτο χτύπημα έβγαλε έναν υπόκωφο ήχο, κεραμικά εμφανίστηκαν και στη συνέχεια ανακαλύφθηκε μία επιτύμβια πλάκα με το όνομα ΑΛΚΗΜΩΡ ΜΕΛΗΣΙΟΥ μαζί με άλλα γράμματα ημιφθαρμένα, δηλώνοντας πως στο ίδιο μέρος είχαν θαφτεί και άλλοι, ανάμεσά τους και μία γυναίκα. Σημειωτέον πως ο τόπος αυτός κατοικούταν και στην αρχαιότητα μάλιστα αποτελούσε ιδιαίτερο δήμο, το σημείο της ανασκαφής όπως φαίνεται χρησίμευε σαν νεκροταφείο όπως αποδεικνύεται από τις συχνά ανακαλυπτόμενες ληκυθους και τις επιτύμβιες πλάκες. Το φαινόμενο προξένησε μεγάλη εντύπωση και η εφημερίδες της εποχής το περιέγραψαν λεπτομερώς.