Μία φορά, ὅταν ἤμαστε στή Νέα Σκήτη, κόβαμε βάτα καί θάμνους μέ τό τσεκούρι γιά τόν φοῦρνο. Ἕνας νεαρός, τότε, μοναχός λίγο ἀπρόσεκτος, ἔκοβε μέ τό τσεκούρι τούς μικρούς θάμνους, πού εἴχαμε ἐκεῖ στήν περιοχή, στή Σκήτη, ἀλλά δέν εἶδε ὅτι ἐκεῖ ἦταν ἕνας γκρεμός μεγάλος, περίπου πενήντα μέτρα, κατακόρυφος. Ἔκοψε τή δάφνη, γλίστρησε κι ἔπεσε ἀπό τόν γκρεμό κάτω.
Λέω, θά σκοτωθεῖ αὐτός. Ἦταν βράχια, δέν ἦταν χῶμα. Θά διαλυθεῖ. Αὐτός πέφτοντας φώναξε: «Παναγία μου!». Ἔπεσε κάτω καί λέμε, πάει, σκοτώθηκε. Θεόρατος γκρεμός. Φωνάζουμε:
«Πάτερ»,
«ναί εἶμαι ἐδῶ»,
«εἶσαι καλά;»,
«εἶμαι καλά»,
«πῶς βρέθηκες καλά;»
Ἐμεῖς γιά νά κατέβουμε γίναμε λοκατζήδες. Ὄχι ἐγώ βέβαια, γιατί ἐγώ δέν εἶμαι τέτοιας διαπλάσεως γιά νά κατέβω εὔκολα, ἀλλά οἱ ἄλλοι πατέρες. Γιά νά τόν βγάλουμε χρειαστήκαμε 3-4 ὧρες. Καί λέει:
«Μόλις φώναξα Παναγία μου, αἰσθάνθηκα ἕνα πράγμα, σάν ἀλεξίπτωτο, καί σιγά-σιγά προσγειώθηκα καί δέν ἔπαθα τίποτα, παρά μόνο μερικές γρατσουνιές».
Μητροπολίτου Λεμεσοῦ Γέροντος Ἀθανασίου