Ό,τι θα αναφέρουμε παρακάτω, αν δεν έχει άλλη βιβλιογραφική ή αρχειακή ένδειξη, προέρχεται από το τετράδιο του Αρχείου της Μονής των Ουρσουλινών που προαναφέραμε κι από το τεύχος του Αρχιεπισκόπου Ι. Φιλιππούση. Δυστυχώς δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά πού τελειώνει ο θρύλος και πού αρχίζει η ιστορία, αναφορικά με την εύρεση της Εικόνας της Παναγίας στο Βρυσί. Ο ευσεβής λαός δεν περιορίζονταν, τότε, στο να καταγράψει ορισμένα γεγονότα, αλλά φρόντιζε κιόλας να τους δίνει και μια «ευσεβή» ερμηνεία, που ενσωματώνονταν στην πραγματική ιστορία, με τρόπο που ερμηνεία και γεγονότα να γίνονται ένα σώμα, στο οποίο δύσκολα μπορούσε να ξεχωρίσει κανείς, μετά, το θρύλο απ’ την ιστορία. Θα έκανε λάθος κανείς αν νόμιζε πως ο θρύλος είναι «παραμύθι» και πως το γεγονός, από μόνο του, δημιουργεί την ιστορία. Η ιστορία έχει ανάγκη από την ερμηνεία, τόση όσο έχει ανάγκη ο θρύλος από το «ιστορικό γεγονός» για να μπορέσει να αναπτυχθεί. Ο θρύλος έχει τη ρίζα του, την αρχή του σ’ ένα αληθινό, πραγματικό γεγονός και συνήθως είναι μια λαϊκή ερμηνεία του, με πολλά, ίσως δευτερεύοντα στοιχεία που «μυθοποιούν» το γεγονός στο οποίο αναφέρεται. Θα ήταν, για τούτο, ανόητο να δούμε στην παρακάτω διήγηση, μαζεμένη από τα χείλη του απονήρευτου λαού όπου έζησε για αιώνες ολόκληρους, ένα παραμύθι. Το ίδιο αφελές θα ήταν αν βλέπαμε στην ίδια διήγηση, την πραγματική ιστορία, όπως ακριβώς έγινε. Η διήγηση αυτή δίνεται, όπως την πίστεψε ο λαός μας. Θα έπρεπε να πούμε δυο λόγια σχετικά με την ομοιότητα που έχει η παρακάτω διήγηση με κείνη που αναφέρεται σχετικά με την εύρεση της Εικόνας της Ευαγγελίστριας στη Χώρα. Συγκρίνοντάς τες, μπορούμε να πούμε πως η μια «αντιγράφει» την άλλη. Δεν συμβαίνει, όμως κάτι τέτοιο. Αντίθετα, το γεγονός της ομοιότητας, επιβεβαιώνει εκείνο που είπαμε παραπάνω: γεγονός +λαϊκή ερμηνεία. Η ίδια μεταχείριση της ιστορίας πρέπει να γίνει και με την εύρεση του 1823, αφού κι εκεί δεν συναντώνται έγγραφες μαρτυρίες για τον τρόπο που εξελείχτηκαν τα πράγματα. Απ’ την άλλη πλευρά δεν πρέπει να νομισθεί πως οι καθολικοί αντέγραψαν την ιστορία της εύρεσης του 1823 και την ιδιοποιήθηκαν για το Βρυσί. Σ’ αυτό μαρτυρούν και οι θρύλοι που αναφέρονται σε γεγονότα προγενέστερα του 1821 (πρβλ. το θρύλο με τους πειρατές, παρακάτω), αλλά υπάρχει κι η μαρτυρία του Μάρκου Ζαλώνη, δημοσιευμένη στο Παρίσι στα 1809, όπου αναφέρεται η ύπαρξη του προσκυνήματος του Βρυσιού, λίγο -πολύ ανοιχτού για ολόκληρη την επισκοπή Τήνου, αφού έκαμαν τα εγκαίνια σε «μέγαν ναόν». Η διήγησή μας ξεκινά απ’ το μικρό μεσαιωνικό χωριό του Ταραμπάδου. Σπίτια φτωχικά, μικροί στενοί δρόμοι, καμάρες, στάβλοι και κατώγια κάτω από τα σπίτια. Μια μικρή κλειστή κοινωνία, όπου ξεχωρίζει ο παπάς του χωριού, καμιά - δυο καλόγριες των σπιτιών, αφιερωμένες στο τάγμα του Αγ. Φραγκίσκου (οι γνωστές Terziarie που δεν υπάρχουν πια) και της Αγ. Ούρσουλας. Άνθρωποι αγαθοί, αγράμματοι ως επί το πλείστον, απονήρευτοι κι ευσεβείς. Εκεί δεν υπάρχουν μεγάλες ιδέες και μεγάλα όνειρα. Η μοναδική προσδοκία τους είναι να’ ναι καλή η σοδειά, να μην αποβιβαστούν στο νησί τούρκοι ή κουρσάροι, να ‘χουν καλούς απογόνους και καλό θάνατο. Που και που κάποιο παιδί ή κάποιος νέος κατόρθωνε να βγει από το στενό κύκλο των άλλων και να γίνει κάτι διαφορετικό, που τον ανέβαζε στην παραπάνω κοινωνική τάξη. Μάθαινε λίγα γράμματα, κοντά σε κάποιο μακρινό συγγενή που έμενε στο Κάστρο ή έξω απ’ το νησί και γίνονταν γιατρός ή «καντζηλλιέρης» ή «νοτάρος» ή κάτι άλλο. Υπήρχε και μια μικρή πιθανότητα ν’ ακολουθήσει το εκκλησιαστικό στάδιο και να γίνει φτωχός παπάς φτωχότερων χωριανών. Αυτή, με λίγα λόγια, ήταν η κατάσταση των χωριών μας, εκείνα τα χρόνια. Σε μια φτωχιά καλόγρια του τρίτου Τάγματος του Αγίου Φραγκίσκου, στο χωριό του Ταραμπάδου, έλαχε η τύχη να βοηθήσει στην εύρεση της Εικόνας. Μια νύχτα, ενώ η καλόγρια κοιμόταν στο φτωχικό της σπιτάκι, στο όνειρό της φάνηκε η Παναγία που μ’ αγάπη της μίλησε και της είπε: «Κόρη μου, πήγαινε στον Πρε Ζάννε (τον εφημέριο του χωριού) και πες του, πως από πολλά χρόνια βρίσκομαι κρυμμένη κάτω από το χώμα και τώρα θέλω να βγω. Ας πάρει ανθρώπους μαζί του κι ας πάει στο τάδε μέρος, κοντά στη ρεματιά που οδηγεί προς τον Αγ. Ρωμανό και κει ας σκάψουν. Να πας και συ μαζί τους και κάτω από ένα σωρό παλιά καλάμια θα με βρείτε». Όταν η καλόγρια ξύπνησε το πρωί, πήγε και βρήκε τον εφημέριό της και του διηγήθηκε το όνειρό της. Μ’ αγανάκτηση ο εφημέριος την άκουσε και τελικά την έδιωξε μ’ άσχημο τρόπο. Κι η φτωχιά καλόγρια έφυγε πιστεύοντας πως την ξεγέλασε η φαντασία της. Αλλά την επόμενη νύχτα είδε το ίδιο όνειρο κι άκουσε τα ίδια λόγια. Ξαναβρήκε τον Πρε Ζάννε που την δέχτηκε και πάλι μ’ άσχημο τρόπο. Κι η τρίτη, όμως νύχτα είχε τα ίδια γεγονότα. «Βαρέθηκα, είπε η Παναγία, να μένω εκεί που είμαι. Πήγαινε στον Πρε Ζάννε και ζήτησέ του να κάμει ότι σου είπα». «Αχ Παναγιά μου», απάντησε η καλόγρια, «ξέρεις πως με φωνάζει ανόητη και ξεμωραμένη... Εσύ φώτισέ τον, να κάμει ό,τι ζητάς». «Μη φοβάσαι», της απάντησε η Παναγία, «κάμε ότι σου λέω, με ταπεινοφροσύνη....». Αλλά το πρωί επαναλήφθηκε η ίδια σκηνή μέσα στην εκκλησιά του Ταραμπάδου. Η καλόγρια έφυγε και πάλι, με το κεφάλι κατεβασμένο... Οι τρεις όμως επίμονες επισκέψεις της καλογριάς, δημιούργησαν μέσα στην ψυχή του Πρε Ζάννε, μια αμφιβολία. Κι επειδή δεν μπορούσε ο ίδιος να λύσει το πρόβλημά του, ξεκίνησε για το γειτονικό χωριό της Ξυνάρας, όπου έμενε ο επίσκοπος της Τήνου. Του εξήγησε όσα άκουσε απ’ το στόμα της καλόγριας και πως δεν της έδωσε καμιά σημασία, αλλά τη θεωρεί ξεμωραμένη κι ανόητη. Ο επίσκοπος δεν βρέθηκε σύμφωνος με τη διαγωγή του Πρε Ζάννε απέναντι στην μοναχή. Ο ίδιος γνώριζε την αρετή της και δεν μπορούσε να δεχτεί πως όσα είχε πει ήταν καρπός της ανοησίας της και της περασμένης ηλικίας της. Του ζήτησε, αντίθετα να ακολουθήσει τις υποδείξεις της και σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος όφειλε να δείξει την αγανάκτησή του στη φτωχή καλόγρια. Γύρισε στον Ταραμπάδο ο Πρε Ζάννε, φώναξε την καλόγρια, πήρε και δυο εργάτες και ξεκίνησαν για την τοποθεσία που τους έδειξε η μοναχή. Εκεί έβγαλαν τα παλιά καλάμια κι άρχισαν να σκάβουν. Πολύ γρήγορα, ο ένας εργάτης κτύπησε με την αξίνα του ένα ξύλο, το τράβηξε έξω, το καθάρισε και διέκρινε πάνω του ζωγραφισμένες τις μορφές της Παναγίας που κρατούσε το Γιο της. Η έκπληξη στάθηκε μεγάλη. Γονάτισαν μπροστά στην Εικόνα, τη φίλησαν και είπαν όλοι μαζί μια μικρή προσευχή. Ύστερα την πήραν και την μετάφεραν στον Ταραμπάδο, όπου μπόρεσαν οι χωριανοί να την φιλήσουν και να προσευχηθούν μπροστά της. Το νέο διαδόθηκε γρήγορα στα διπλανά χωριά και την άλλη κιόλας μέρα, από πολύ νωρίς είχε μαζευτεί κόσμος για να δει την εικόνα που είχε ανακαλυφθεί με τόσο θαυμαστό τρόπο. Όταν όμως ανοίχτηκε η εκκλησιά, η Εικόνα της Παναγίας δεν βρέθηκε στη θέση της. Ύστερα από παράπονα και φωνές, σκέφτηκαν να την αναζητήσουν εκεί που την είχαν βρει. Πράγματι, η Εικόνα βρίσκονταν όμορφα όμορφα ακουμπισμένη μέσα στο λάκκο που είχαν σκάψει οι εργάτες την προηγούμενη μέρα. με χαρά την ξανάφεραν πίσω, στον ενοριακό ναό του χωριού, αλλά και τη δεύτερη νύχτα συνέβηκε το ίδιο θαυμαστό γεγονός. Η Εικόνα είχε ξαναγυρίσει στο μέρος που είχε βρεθεί. Και για τρίτη φορά, το ίδιο γεγονός ξανασημειώθηκε. Πείσθηκαν πια όλοι, πως θέληση της Παναγίας ήταν να μένει μόνιμα στον τόπο που είχε βρεθεί η Εικόνα της. Έτσι, χτίστηκε ένα μικρό εξωκκλήσι σε κείνο το σημείο κι αποφάσισαν να γιορτάζεται εκείνη η εκκλησούλα κάθε χρόνο τη μέρα του Δεκαπενταύγουστου. Ψάχνοντας μέσα στο θρύλο. Αυτή είναι η παράδοση. Πολύ κοινή, ίσως κι ακουσμένη τόσες φορές για τόσα άλλα μέρη.... Δεν μας λέει τίποτα καινούριο, μπορεί να πει κανείς. Θα μπορούσε ίσως να ειρωνευτεί κιόλας. Αλλά δεν θα κάμει καλά, γιατί η έρευνα του θρύλου μας δίνει μερικά σημαντικά στοιχεία, που θα τα παρατηρήσουμε με μεγαλύτερη ευκολία αν λάβουμε υπόψη μας όσα είπαμε στην αρχή, σχετικά με το θρύλο και την ιστορία. α) Οι λέξεις που χρησιμοποίησε η Παναγία, όταν μιλούσε στην καλογριά, είναι ιδιαίτερα σημαντικές, αν λάβουμε υπόψη μας πως η Παναγία δεν μίλησε για εικόνα της, αλλά για την ίδια. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο μπορούμε να εντοπίσουμε τη λαϊκή ερμηνεία, που ταυτίζει, πολύ τις εικόνες τις θεωρούμε θαυματουργές, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι με κανένα τρόπο θαυματουργές εκείνες, αλλά το εικονιζόμενο πρόσωπο μπορεί ν’ αποχτήσει από το Θεό ένα θαύμα, σε περιπτώσεις που σοβαρότατα αποδέχονται από κοινού επιστήμη κι Εκκλησία. Θα ήταν χρήσιμο να υπενθυμίσουμε πως πολλές φορές παρόμοια αντικείμενα -εσφαλμένα βέβαια- παίρνουν από μας ένα μαγικό χαρακτήρα κι έτσι καλλιεργούνται διάφορες δεισιδαιμονίες. Η Παναγία δεν μπορούσε να ταυτίσει τον εαυτό της με την εικόνα της, για τον ίδιο λόγο που κι εμείς δεν ταυτίζουμε τον εαυτό μας με τη φωτογραφία μας. β) Υπάρχουν μερικά στοιχεία που θυμίζουν βιβλικές περιπτώσεις: οπτασία σε όνειρο, αμφισβήτηση από τον υπεύθυνο, τελική επιτυχία του φτωχού οραματιστή που αδικείται. Εδώ δεν πρόκειται για αντιγραφή της μιας παράδοσης ενός τόπου από την παράδοση ενός άλλου. Έχουμε απλή αντιγραφή των διαφόρων θαυμαστών γεγονότων που μας διηγείται η Αγία Γραφή, σχεδόν απαράλλαχτα. Εκεί βέβαια δεν έχουμε εικόνες, αφού ο μωσαϊκός νόμος απαγόρευε την οποιαδήποτε αναπαράσταση, αλλά έχουμε παρόμοιες εκδηλώσεις, π.χ. τα όνειρα του Αβραάμ, Ιακώβ, Ιωσήφ, των προφητών, του Αγίου Ιωσήφ, του Πέτρου κ.ά. Όλοι οι αρχαίοι ανατολικοί λαοί, όχι μονάχα οι εβραίοι, έδιναν στο όνειρο μια σημασία, σύμφωνα με την οποία ο Θεός επικοινωνούσε, πολλές φορές μέσω των ονείρων. Εκείνοι όμως που ερμήνευαν τα όνειρα, δηλ. έδιναν τη σωστή εξήγηση που ήθελε να αποκαλύψει ο Θεός ήταν ειδικά πρόσωπα (π.χ. ο Ιωσήφ στα όνειρα του Φαραώ, ο προφήτης Δανιήλ στα όνειρα του βασιλιά Ναβουχοδονόσορα κλπ). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, έπρεπε ο επίσκοπος να δώσει τη σωστή ερμηνεία στα όνειρα της καλόγριας και να πει αν προέρχονταν από την Παναγία ή όχι. γ) Άλλο αξιοσημείωτο γεγονός είναι η τριπλή εμφάνιση της Παναγίας, με την οποία φορά λύνεται το πρόβλημα. Και πάλι στην Αγία Γραφή έχουμε την απάντηση. Ο αριθμός 3 είναι ο αριθμός, που μαζί με τον αριθμό 7 φανερώνουν την τελειότητα. Αν η αποκάλυψη του Θεού είναι τέλεια, ο Θεός πρέπει να μιλήσει τρεις συνεχείς φορές. Είναι το κριτήριο σύμφωνα με το οποίο δοκιμάζεται η αποκάλυψη, αν είναι από τον Θεό ή όχι. Σαν παράδειγμα φέρνουμε την περίπτωση της αποκάλυψης του Θεού στον προφήτη Σαμουήλ, σχετικά με τον ιερέα Ηλί και τους γιους του (1 Βασ 3). Για περισσότερα στοιχεία, σχετικά με τη θέση των ονείρων και του αριθμού 3 μέσα στην Αγ. Γραφή και που μπορούν να βοηθήσουν κατά πολύ στην κατανόηση παρόμοιων παραδόσεων, βλ στο Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, του Xav. Leon-Dufour, ελλ. μετάφραση, Αθήνα 1980, κολ.141-144 (λήμμα: Αριθμοί) και κολ. 729-730 (λήμμα: όνειρο). Μ’ αυτή την έννοια, η λαϊκή ερμηνεία μας δείχνει, έμμεσα και συμβολικά, πως η αποκάλυψη που δέχτηκε η καλόγρια από την Παναγία, ήταν υγιής και σωστή, αφού επαναλήφθηκε για τρεις συνεχείς φορές. Όταν λέμε σωστή, δεν εννοούμε ιστορικά αληθινή, αλλά πως προέρχονταν από τον ουρανό κι όχι από σκοτεινές δυνάμεις. Οι συνεχείς αρνήσεις του εφημερίου να την πιστέψει (σαν άλλος Ζαχαρίας που δεν δέχτηκε την αποκάλυψη του αγγέλου για τη γέννηση του Προδρόμου), εξυπηρετούν αυτό το σχέδιο. Απ’ την άλλη πλευρά κι ο Πρε Ζάννες επιπλήσσεται από τον επίσκοπο (αντιπρόσωπο και μόνο δυνάμενο να ερμηνεύσει την αποκάλυψη του Ουρανού) όπως ο άγγελος εμάλωσε και στη συνέχεια τιμώρησε το Ζαχαρία για την απιστία του. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως σε ανάλογα φαινόμενα, η τακτική της Εκκλησίας δικαιολογούσε την τακτική του Πρε Ζάννε. Εδώ, όμως δεν έχουμε ένα ιστορικό κείμενο, αλλά μια λαϊκή παράδοση, που αγνοεί τις λεπτομέρειες των Κανονικών Διατάξεων ....... δ)Αφού σώθηκε το όνομα του εφημερίου, πως δεν σώθηκε το όνομα του επισκόπου που έδωσε την τελική λύση στο πρόβλημα; Θα μπορούσε κανείς, εύλογα, να διερωτηθεί. Πρέπει να ξέρουμε πως οι λαϊκές παραδόσεις, έστω και να βασίζονται σε αυθεντικά γεγονότα, δεν διατηρούν τέτοιες λεπτομέρειες. Ο λαός δεν νοιάστηκε να κρατήσει τέτοια στοιχεία γιατί δεν είναι ορθολογιστής. Το όνομα του επισκόπου ήταν λεπτομέρεια, ενώ το σημαντικό, που έπρεπε να διαφυλαχτεί, είναι πως η πνευματική επισκοπική εξουσία, η ίδια η Εκκλησία μ’ άλλα λόγια, έδωσε τη λύση στο πρόβλημα και την έγκριση για τις περαιτέρω ενέργειες. Μια όμως πληροφορία, μας κάνει γνωστό πως το επίθετο του επισκόπου εκείνου ήταν Περπινιάνης (βλ. εφημ. «Αναγέννησις» 1-4-37, αφ. φ. 160). Τώρα, γνωρίζουμε την ύπαρξη δυο επισκόπων απ’ αυτή την οικογένεια, που εποίμαναν την Τήνο. Ο πρώτος είναι ο Ιωάννης Περπινιάνης (1509) κι ο δεύτερος είναι ο Γεώργιος Περπινιάνης (1594-1619) (βλ. π. Μάρκου Φώσκολου, Ιστορία του χωριού και της καθολικής ενορίας της Καρδιανής, Αθήνα 1977, σ. 49). Αν δεχτούμε πως η εύρεση έγινε μέσα στον 17ο αιώνα, τότε πρέπει, χρονολογικά να την τοποθετήσουμε μέσα στην περίοδο 1600-1619. Δυστυχώς το Αρχείο του επισκόπου Γεωργίου Περπινιάνη, δεν σώθηκε ολόκληρο αλλά ένα πολύ μικρό μέρος, που αφορά άλλου είδους υποθέσεις (πιστεύουμε πως ό,τι απόμεινε κι ό,τι μπορέσαμε να βρούμε συμπληρωματικά στ’ Αρχεία της Βενετίας και του Βατικανού, θα το δημοσιεύσουμε σύντομα στο 2ο τόμο των «Τηνιακών Ανάλεκτων») κι έτσι δεν μπορούμε να έχουμε από κει καμιά πληροφορία. Είναι, όμως, σημαντικό που μπορέσαμε και κάμαμε τόσα βήματα μέσα στην ανίχνευση του θρύλου. ε)Τώρα ερχόμαστε στην εικόνα της Παναγίας. Η τεχνική του ζωγράφου δεν μπορεί να μας φανερώσει, έστω και κατά προσέγγιση στην περίοδο πού φτιάχθηκε; Ή ακόμα, δεν υπάρχει κάποια λογική εξήγηση για το πως βρέθηκε η Εικόνα σε κείνο το μέρος; Στα 1936, όταν η Εικόνα βρίσκονταν στην Αθήνα, ο αρχιεπίσκοπος της Αθήνας Ιωάννης Φιλιππούσης, κάλεσε δυο επιστήμονες να εξετάσουν την Εικόνα και τους ζήτησε τη γραπτή τους έκθεση. Οι δυο επιστήμονες ήταν ο κ. Ευγένιος Δαλέζιος (Dalleggio ) από την Πόλη που έχει δημοσιεύει πολλές παρόμοιες μελέτες και ο κ. J. Binon, καθηγητής της αγιογραφικής στην Αρχαιολογική Γαλλική Σχολή της Αθήνας. Η έκθεση, χωρίς ημερομηνία και υπογραμμένη μονάχα από τον καθηγητή J. Binon, μας δίνει τα εξής στοιχεία: Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως τα πρόσωπα είναι εκείνα που αρχικά ζωγράφισε ο καλλιτέχνης, αλλά τα ενδύματα είναι επιζωγραφισμένα. Διάφορα στοιχεία φανερώνουν, πως δεν μπορεί να ’ναι ο ίδιος ζωγράφος που έδωσε στα πρόσωπα τόση εκλεπτυσμένη γαλήνη στα πρόσωπα της Παναγίας και του Χριστού, ενώ από την άλλη πλευρά τα ενδύματα να δείχνουν χοντρές σκιές, έντονα χρώματα κλπ. Απ’ αυτό συμπεραίνεται, πως σε μια εποχή πιο κοντινή σε μας, κάποιος αδέξιος τεχνίτης προσπάθησε να επιδιορθώσει ορισμένες ζημιές που είχαν επέλθει απ’ τη φθορά του χρόνου. Το ίδιο το πρόσωπο της Παναγίας δέχτηκε μερικά αγγίγματα: η γωνιά του πηγουνιού της διορθώθηκε, ενώ διακρίνονται ακόμα οι αρχικές γραμμές του πρώτου ζωγράφου. Οι διορθώσεις έγιναν σε μια κοντινή εποχή προς την αρχική εργασία, γιατί χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια χρώματα κι ακολουθήθηκαν οι ίδιες γραμμές των σκιών. Εκεί που ο κριτικός της τέχνης πρέπει να βασιστεί κυρίως, για να πει τη γνώμη του είναι το λεπτό πρόσωπο του Χριστού, καμωμένο από άριστο καλλιτέχνη, μέσα στην περίοδο της τελευταίας βυζαντινής αναγέννησης, δηλ. τέλος του 14ου αιώνα μ’ αρχές του 15ου (τελευταία περίοδο της παλαιολόγειας εποχής). Αν η Εικόνα μας συγκριθεί με τις Εικόνες του Πρωτάτου, θα παρατηρηθούν οι ίδιες τεχνοτροπίες. Σχετικά με την εύρεση, σημειώνει ο ίδιος επιστήμονας, πρέπει να δεχτούμε πως το τηνιακό χώμα είναι από κείνα που δεν καταστρέφουν τα χρώματα και το ξύλο, αλλά, μέχρι σ’ ένα ορισμένο λογικό σημείο, τα προστατεύουν. Πώς έγινε πραγματικά η εύρεσή της, μαρτυρείτε κι από το σημάδι της αξίνας που έμεινε πάνω στο ξύλο, σαν κατηγορηματική ένδειξη για τις μέλλουσες γενιές. Κι εδώ παρατηρείται ότι έχει γραφτεί στο παρελθόν για μια παρόμοια εύρεση στο Μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου. Βέβαια, σημειώνει ο καθηγητής, ο θρύλος όλων των ευρέσεων είναι κατά πολύ ωραιότερος από την ιστορική αλήθεια και για τούτο γενικεύεται σε κάθε εποχή. Και σαν γενικά συμπεράσματα ο καθηγητής J. Binon γράφει, στα γαλλικά: «Συμπεραίνοντας, αυτή η Εικόνα μπορεί να έμεινε θαμμένη για μια αρκετά μεγάλη περίοδο. Μετά την εύρεσή της κάποιος αδέξιος ζωγράφος «επανασυντήρησε» τα ενδύματα και τα μοντερνοποίησε στα γούστα της εποχής του. Ευτυχώς δεν άγγιξε τα κεφάλια της Παναγίας και του Βρέφους, στα οποία διακρίνουμε ένα έργο καμωμένο στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα. Εξαιτίας της σπανιότητας έργων ζωγραφικής αυτής της εποχής, η Εικόνα του Βρυσιού, από άποψη καθαρά καλλιτεχνική, προσφέρει ένα μεγάλο ενδιαφέρον». Απ’ όλα αυτά, μπορούμε να κάνουμε μια υπόθεση: η Εικόνα αυτή της Παναγίας έφτασε στην Τήνο πριν το 1450 (ή αμέσως μετά την πτώση της Πόλης στα 1453, όταν οι χριστιανοί ξεκίνησαν με τα λιγοστά πράγματα που μπόρεσαν να σώσουν από τα χέρια του κατακτητή, για μέρη που βρίσκονταν σε χριστιανικά χέρια) και λίγα χρόνια αργότερα θάφτηκε σε κείνο το σημείο που βρέθηκε, για να σωθεί από τα χέρια βαρβάρων μουσουλμάνων επιδρομέων (τούρκων ή αλγερινών πειρατών). Κάποιο συμπτωματικό γεγονός έφερε την καλογριά του Ταραμπάδου σε κείνο το σημείο (ίσως το χωράφι να της ανήκε) και πήρε δυο-τρεις εργάτες για να σκάψουν. Η ανακάλυψη της Εικόνας, ίσως να συνδυάστηκε με κάποια παλαιότερα όνειρα που είχε δει (όπως συνηθίζει να κάνει ο λαός, προσπαθώντας να τους δώσει μια ερμηνεία). Διαδόθηκε γρήγορα η ιστορία, από στόμα σε στόμα σ’ όλα τα χωριά κι αντιγράφτηκαν εκείνες οι βιβλικές διηγήσεις που προαναφέραμε, όπως συνήθιζε να κάνει ο ευσεβής λαός, όταν δεν μπορούσε να δώσει μια λογική εξήγηση. Έτρεχε στην «ιερά ιστορία» κι εκεί έβρισκε το «πώς έπρεπε να είχε γίνει» αυτή η «αποκάλυψη» του Ουρανού. Ο θρύλος, λοιπόν, αυτός, δεν είναι καρπός της φαντασίας, αλλά είναι καρπός της πίστης και της απλοϊκότητας του λαού (πίστη κι απλοϊκότητα πολλές φορές ταυτίζονται, όταν δένονται από το δεσμό της εμπιστοσύνης στο Θεό). Κι έτσι, σαν καρπό πίστης βαθιάς, πρέπει να βλέπουμε παρόμοιες ιστορίες, προσπαθώντας να βρούμε, πάντα, πού τελειώνουν τα όρια του θρύλου και πού αρχίζει η πραγματική ιστορία, που μπορεί να αποδειχτεί.