ταν Σεπτέμβριος του μακρινού 1903. Την Ελληνική Δικαιοσύνη απασχολούσε μια πρωτοφανής για τα δικαστικά χρονικά υπόθεση, την οποία είχε επιληφθεί ο ανακριτής Χαλκιόπουλος.

Επρόκειτο για ένα ζήτημα στυγνής δολοφονίας, που διαπράχθηκε έξω από τη Σκάλα Ωρωπού, σ’ ένα μέρος εντελώς έρημο και άγριο, της οποίας, μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας, κατά τρόπο εξόχως παράδοξο και απίθανο, υπήρξε η σύζυγος του δολοφονημένου, που βρισκόταν σε απόσταση τριών και πλέον ωρών!

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της χήρας, τη στιγμή που διαπραττόταν η δολοφονία και το μαχαίρι του δολοφόνου έπληττε το ανυποψίαστο θύμα, η σύζυγος παρακολουθούσε τον σφαγιασμό του αγαπημένου της με κάθε λεπτομέρεια μέσα από ένα όνειρο, τόσο ζωηρό και γλαφυρό, που σχεδόν έκανε την καρδιά της να σταματήσει!

Ποιος ήταν ο Γαϊτάνος Τζουλιάνι;

Το θύμα ήταν ο Γαϊτάνος Τζουλιάνι, ο οποίος εργαζόταν ως υπεργολάβος στα ορυχεία των γαιανθράκων, που βρίσκονταν στη Σκάλα Ωρωπού. Πλήθος εργατών μισθώνονταν από τον Τζουλιάνι και φυσικά, ήταν υπεύθυνος για τη μισθοδοσία τους. Τις ημέρες των πληρωμών, λοιπόν, λάμβανε από τους εργολάβους του ένα σεβαστό ποσό, το οποίο το μετέφερε από τη Σκάλα, όπου πραγματοποιούνταν η πληρωμή, στα οικήματα του ορυχείου, στα οποία διέμεναν πολλοί εργάτες, αλλά και ο ίδιος, μαζί με τη γυναίκα του, την Αντωνία Τζουλιάνι, τα παιδιά του και την αδερφή της συζύγου του.

Ενίοτε ο Τζουλιάνι, όταν μετέβαινε στη Σκάλα για να πληρωθεί τα ημερομίσθια των εργατών του και τύχαινε να αργοπορήσει, τον έπιανε η νύχτα. Επειδή, όμως, έπρεπε να διανύσει μεγάλη απόσταση μέχρι τα ορυχεία μέσα σ’ έναν δρόμο έρημο και κακοτράχαλο, θεωρούσε πως ήταν ασφαλέστερο να διανυκτερεύει στη Σκάλα.

Και το πρωί, όταν ο δρόμος απαλλασσόταν από τους νυχτερινούς κινδύνους που ελλόχευαν στις σκιές, ο Γαϊτάνος Τζουλιάνι, μαζί με τα χρήματα, επέστρεφε στο ορυχείο και εκεί ενεργούσε τις πληρωμές στους εργάτες του, οι οποίοι τον αγαπούσαν, γιατί ήταν πάντοτε συνεπής στις οικονομικές υποχρεώσεις του και τους προστάτευε με όποιον τρόπο μπορούσε.

Ημέρα πληρωμής

Μια από εκείνες τις ημέρες των πληρωμών ήταν και η 21η Ιουλίου του 1903. Από νωρίς, ο Τζουλιάνι δήλωσε στη γυναίκα του ότι θα πήγαινε στη Σκάλα Ωρωπού για να πληρωθεί. Ήταν μια συνηθισμένη ρουτίνα και δεν εξέπληξε κανέναν η αναχώρησή του. Εν τούτοις, ο άνθρωπος ήταν κάπως ανήσυχος.

-Μα τι έχεις; τον ρώτησε η Αντωνία Τζουλιάνι.

-Τι να ‘χω, γλυκιά μου; Συλλογίζομαι πως θα λείψω όλη την ημέρα, πιθανολογώ πως μπορεί να διανυκτερεύσω στη Σκάλα και να σε αφήσω μόνη σου σε αυτή την κατάσταση…

Η Αντωνία ήταν λεχώνα μόλις πέντε ημερών και είχε ελαφρύ πυρετό. Έτσι, έμενε κλινήρης και δεχόταν τη φροντίδα της αδερφής της και της μεγαλύτερης κόρης της, της οποίας η ηλικία της επέτρεπε να επιδαψιλεύσει αρκετές περιποιήσεις στη μητέρα της.

Η λεχώνα, όμως, γνωρίζοντας ότι εν πάση περιπτώσει ο σύζυγός της ήταν υποχρεωμένος να αναχωρήσει και μη θέλοντας να επιτείνει την αγωνία του, έσπευσε να τον καθησυχάσει.

-Δεν έχω τίποτε. Μην ανησυχείς. Πήγαινε στη δουλειά σου και μη βιαστείς να επιστρέψεις. Εγώ είμαι καλά. Αύριο πια νομίζω πως θα είμαι σε θέση να σηκωθώ, του είπε κατευναστικά.

Ο Τζουλιάνι αποφάσισε να φύγει. Έσκυψε και τη φίλησε, ενώ στο πλευρό της γυναίκας του κλαψούριζε γλυκά το νεογέννητο μωρό τους. Ίππευσε το άλογό του και αναχώρησε απρόθυμα.

Η μέρα κόντευε να παρέλθει, ο ήλιος κατρακυλούσε προς τη δύση του κατακόκκινος από την κάψα του καλοκαιριού, ενώ ο Τζουλιάνι δεν είχε επιστρέψει ακόμη στο σπιτικό του. Ένας εργάτης που μόλις κατέφτασε στο ορυχείο, έδωσε την πληροφορία ότι ο Γαϊτάνος Τζουλιάνι βρισκόταν στη Σκάλα κι ανέμενε να πληρωθεί. Λίγο πριν νυχτώσει, δύο ακόμα εργάτες που επέστρεψαν, έδωσαν περισσότερες πληροφορίες.

-Φύγαμε από εκεί στις τέσσερις και ακόμη δεν είχε πληρωθεί.

-Μπα; Γιατί; ρώτησε ένας άλλος εργάτης.

-Τι γιατί; Ζητούσαν να τον φορτώσουν τον άνθρωπο με μπακίρια και νικελάκια κι αυτός διαμαρτυρόταν πώς να τα κουβαλήσει. Αν ήταν μέρα, καλά. Μα εγώ θα γυρίσω απόψε στο σπίτι μου, τους έλεγε, και δε γίνεται να μεταφέρω τόσο βάρος.

-Κι έπειτα;

-Έπειτα δε γνωρίζω τι ακολούθησε. Εμείς φύγαμε κι αφήσαμε τον Γαϊτάνο να διορθώσει τις δουλειές του, όπως ήξερε αυτός καλύτερα.

Έτσι, όλοι οι εργάτες του ορυχείου, που περίμεναν να πληρωθούν από τον υπεργολάβο, έμαθαν πως ο Γαϊτάνος εν εσχάτη ανάγκη θα πληρωνόταν το μεγαλύτερο μέρος των ημερομισθίων τους σε χαλκό και νικέλινα κέρματα και ότι, μεταφέροντας ένα τόσο βαρύ φορτίο, θα οδοιπορούσε αναγκαστικά τη νύχτα, για να επιστρέψει στο ορυχείο, μιας και αγωνιούσε για τη λεχώνα σύζυγό του.

Όλα αυτά τα πληροφορήθηκε και μια ομάδα χωρικών, οι οποίοι, προερχόμενοι από το Σάλεσι και μεταβαίνοντες στη Σκάλα Ωρωπού, στάθμευσαν για λίγο σ’ ένα από τα μαγειρεία που βρίσκονταν κοντά στο ορυχείο. Κι όταν αναπαύθηκαν αρκετά, νύχτα πλέον, με τη δροσιά, εξακολούθησαν τη στράτα τους, την ίδα στράτα την οποία είχε πάρει και ο Τζουλιάνι, μεταβαίνοντας στη Σκάλα.

Το όνειρο της Αντωνίας

Όταν η ώρα πήγε δέκα τη νύχτα, ο Γαϊτάνος δεν έχει ακόμη γυρίσει στο σπίτι του.

-Θα έμεινε τελικά στη Σκάλα. Ίσως δεν τον πλήρωσαν ακόμη, συλλογίστηκε η Αντωνία.

Με τη σκέψη αυτή αποκοιμήθηκε, αφού προηγουμένως είχε αντιληφθεί πως είχαν ήδη αποκοιμηθεί και η μικρή της κόρη και η αδερφή της.

Αυτά που θα αφηγηθούμε παρακάτω, είναι αυστηρώς εξακριβωμένα από τις ανακρίσεις που ήγαγε εις επιτυχές πέρας ο έγκριτος ανακριτής Χαλκιόπουλος.

Εξακριβώθηκε, λοιπόν, πως το μεσονύκτιο της 21ης προς την 22η Ιουλίου του 1903, ενώ βαθύτατη σιγή επικρατούσε στην οικία Τζουλιάνι, καθώς όλοι κοιμούνταν, μια τρομακτική κραυγή ξέσκισε την ηρεμία και όλοι σηκώθηκαν στο πόδι, αλαφιασμένοι για να μάθουν τι συνέβη.

Η Αντωνία Τζουλιάνι είχε τιναχθεί από την κλίνη της και μισοκοιμισμένη ακόμη, έτεινε τα χέρια της στο κενό και συνέχιζε να ουρλιάζει με απελπισία:

-Παναγία μου, βοήθεια! Τον σκοτώνουν οι κακούργοι!

Η αδερφή της, η κόρη της και αρκετοί από τους εργάτες που έμεναν κοντά, έτρεξαν κοντά της στο άκουσμα των απελπισμένων εκείνων κραυγών και την περικύκλωσαν γεμάτη αγωνία:

-Μα τι τρέχει; Ποιον σκοτώνουν, Αντωνία; Τι έγινε;

Αλλά η δύστυχη γυναίκα είχε πλέον παραλύσει από τον φόβο. Με τους οφθαλμούς της ανοιχτούς, με τον τρόμο να έχει παραποιήσει τα χαρακτηριστικά της, πρόλαβε να ψελλίσει πριν σωριαστεί λιπόθυμη:

-Πάει ο άντρας μου… ο Γαϊτάνος… Του έδωσαν μια μαχαιριά στον λαιμό…