Σαν σήμερα, 13 Ιουνίου 1941, ο μοναχός του Αγίου Όρους, Αρτέμιος διέκρινε στον ορίζοντα του πελάγους ένα πλοίο-φάντασμα να προσεγγίζει αργά στα νότια της χερσονήσου.

 

Ως πλοίο-φάντασμα χαρακτηρίζεται κάθε σκάφος που πλέει στη θάλασσα χωρίς να υφίσταται σε αυτό ανθρώπινη παρουσία. Μέχρι σήμερα δεκάδες περιπτώσεις τέτοιων σκαφών έχουν καταγραφεί που ανάγονται είτε σε πραγματικές περιπτώσεις (εγκαταλελειμμένα πλοία), είτε ανάγονται σε θρύλους και ναυτικούς μύθους (οπτασίες).

 

Σύμφωνα με τη «Μηχανή του Χρόνου», στην ελληνική ναυτική ιστορία μια καταγεγραμμένη περίπτωση πλοίου-φαντάσματος είναι στο Άγιο Όρος το 1941. Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς αποτέλεσε ένα μυστήριο στη σύγχρονη ναυτική ιστορία που ουδέποτε επιλύθηκε.

 

Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πολλά πλοία βρέθηκαν να πλέουν έρημα από ανθρώπους, ακυβέρνητα, καθώς οι περιστάσεις ήταν τέτοιες που μπορούσαν να προκαλέσουν για παράδειγμα την εγκατάλειψη του πλοίου λόγω υποτιθέμενης καταβύθισης από εχθρικό που στη συνέχεια ίσως να αναβλήθηκε ή να μην εκτελέστηκε με επιτυχία.

 

Η Ελλάδα την περίοδο 1941-42 διένυε μια από τις χειρότερες χρονιές της κατοχής καθώς ήταν η περίοδος που ξεκινούσε η πείνα του λαού οφειλόμενη κύρια από το γεγονός ότι είχαν περάσει μόλις 60 ημέρες από την κατάληψή της από τους Γερμανούς και όλα τα τρόφιμα, οι αποθήκες και τα φορτία είχαν δεσμευτεί από αυτούς.

 

Όλα τα εμπορικά πλοία είχαν κατασχεθεί, ενώ αυτά που συνέχιζαν να ταξιδεύουν υπόκειντο σε πολλούς περιορισμούς και υψηλούς κινδύνους. Όλη η Ελλάδα στέναζε κάτω από την μπότα του ναζισμού με ατέλειωτες διαταγές, εγκυκλίους και απαγορεύσεις να ορίζουν κάθε κίνηση της καθημερινότητας.

 

Η παρατηρητικότητα του Αρτέμιου

 

Ωστόσο, στο περιβόλι της Παναγιάς, στο Άγιο Όρος οι καλόγεροι των Μοναστηριών συνέχιζαν τον ασκητικό βίο τους καθώς η γερμανική παρουσία εκεί ήταν ελάχιστη, έως μηδαμινή. Ο μοναστηριακός πληθυσμός του Αγίου Όρους ζούσε από την δική του καλλιέργεια και την αλιεία. Ειδικά τα μοναστήρια, τα ησυχαστήρια και οι σκήτες νότια της Χερσονήσου ζούσαν αποκλειστικά από την αλιεία που κάλυπτε την λιτή διατροφή τους.

 

Σε μια σκήτη των Καυσοκαλυβίων μοναχοί του Οίκου των Ιωσαφαίων συνέχιζαν να φιλοτεχνούν εικόνες βυζαντινής τεχνοτροπίας υπό την επίβλεψη του 65χρονου Αρτέμιου (Σταύρου Βλαδίμηρου) με καταγωγή από το Αργυρόκαστρο. Φυσικά αν και η ζωή στο Άγιο Όρος φαινόταν να συνεχίζει με τον ίδιο ρυθμό όπως και πριν την κατοχή, η αγωνία για πιθανή κατάληψη από γερμανικά στρατεύματα και η βεβήλωση του χώρου αποτελούσαν ένα καθημερινό άγχος των μοναχών που μέρα και νύχτα ατένιζαν τον ορίζοντα φοβούμενοι ότι κάποια στιγμή οι Γερμανοί θα κάνουν την εμφάνισή τους.

 

 

Σε μια τέτοια παρατήρηση του ορίζοντα, ο μοναχός Αρτέμιος διέκρινε τα χαράματα της 13 Ιουνίου 1941 στον ορίζοντα του πελάγους ένα πλοίο να προσεγγίζει αργά στα νότια της χερσονήσου. Αρχικά ο μοναχός φοβήθηκε πως ήταν φορτωμένο με Γερμανούς στρατιώτες. Όσο όμως περνούσε η ώρα γινόταν ξεκάθαρο ότι το πλοίο παρασυρόταν από τα ρεύματα καθώς η ρότα του πήγανε πότε από τη μια πλευρά και πότε από την άλλη, σα να μην είχε συγκεκριμένο δρομολόγιο.

 

Γεννήθηκε επίσης η απορία στον μοναχό καθώς κι αν ακόμα προσέγγιζε τη νότια πλευρά της χερσονήσου, δεν θα μπορούσε να αποβιβάσει το πλήρωμά του, καθώς η προσέγγιση από τους γκρεμούς που ορθώνονταν πάνω από τη θάλασσα, απέκλειε τέτοια δυνατότητα. Η ώρα περνούσε ο μοναχός Αρτέμιος ειδοποίησε και άλλους μοναχούς που με κιάλια πλέον άρχισαν να παρατηρούν την ακανόνιστη πορεία του πλοίου.

 

Ενώ η ημέρα προχωρούσε το πλοίο παρασυρόταν προς την Σιδωνίαν άκρη ενώ πάνω στο κατάστρωμα δεν φαινόταν καμία κίνηση ανθρώπου. Με τα κιάλια οι μοναχοί διέκριναν ότι στον πρωραίο ιστό υπήρχε μια κόκκινη σημαία με ένα λευκό σύμβολο στη μέση αλλά δεν μπορούσαν να δουν κάτι περισσότερο. Μια ακόμα σημαία υπήρχε στον πρυμναίο ιστό που διακρινόταν ξεκάθαρα πως ήταν γαλλική. Κάποια στιγμή που το πλοίο περιστράφηκε από τα ρεύματα μπόρεσαν να διακρίνουν και το όνομά του «Αλμπέρτα» και από κάτω 1933.

 

 

Από τα στοιχεία που μπόρεσαν οι μοναχοί να διακρίνουν, κόκκινη σημαία πρωραίου ιστού και όνομα πλοίου, πίστεψαν πως επρόκειτο για γερμανικό πλοίο παρά τη γαλλική σημαία της πρύμνης του. Η ημέρα πέρασε έτσι και ξημέρωσε και η επόμενη 14η Ιουνίου με το μυστηριώδες πλοίο να είναι ακίνητο και παρασυρόμενο από τα ρεύματα.

 

Ο φόβος των μοναχών

 

Τρεις ημέρες πέρασαν έτσι με τους μοναχούς να βασανίζονται από το φόβο της γερμανικής επέμβασης. Το πλοίο πλέον δεν το παρατηρούσαν μόνο οι μοναχοί των Καυσοκαλυβίων, αλλά το είχαν αντιληφθεί και όλες οι μονές και οι σκήτες από τη Μεγίστης Λαύρας μέχρι του Ξενοφώντος.

 

Το πρωί της Κυριακής οι μοναχοί της σκήτης που ήταν η πλησιέστερη και που πρώτη είχε αντιληφθεί το μυστηριώδες πλοίο, αποφάσισαν να στείλουν δύο καλόγηρους, τον Γαβριήλ και τον Ιωάννη (Κωνσταντίνο Μελέτη από τη Σάμο), με μια αλιευτική βάρκα να πλησιάσουν και να δουν τι συμβαίνει.

 

 

Πραγματικά οι δύο μοναχοί ακολουθώντας τις εντολές του Γέροντα Αρτέμιου, πλησίασαν το πλοίο και άρχισαν να φωνάζουν χωρίς όμως να λαμβάνουν απάντηση ή να εμφανίζεται κάποιος από το πλήρωμά του. Τότε έλαβαν την απόφαση να ανέβουν στο πλοίο ώστε να δουν τι ακριβώς συμβαίνει, ενισχυόμενοι από το γεγονός ότι στη μια πλευρά του πλοίου υπήρχε ριγμένη μια σχοινένια σκάλα που τη χρησιμοποίησαν.

 

Τουρκική σημαία

 

Ανεβαίνοντας πάνω στο πλοίο οι δύο μοναχοί διαπίστωσαν ότι έλειπαν όλες οι λέμβοι του πλοίου (είχαν ριχθεί στη θάλασσα) εκτός από μια και πως δεν φαινόταν να υπάρχει ανθρώπινη παρουσία. Άρχισαν να εξερευνούν όλα τα μέρη του πλοίου. Διαπίστωσαν ότι το πλοίο όντως ονομαζόταν «Αλμπέρτα» ήταν χωρητικότητας 6 χιλιάδων τόνων, ότι έφερε στο πρυμναίο ιστό γαλλική σημαία αλλά στο πρωραίο ιστό η κόκκινη σημαία που δεν αναγνώριζαν ήταν τουρκική!

 

Στο κατάστρωμα ήταν σκορπισμένα διάφορα αντικείμενα όπως μια ταυτότητα που ανήκε στον Γάλλο μηχανικό Αιμίλιο Ερρίκο Λένορμαν. Σε όλο το πλοίο, όπως στα διαμερίσματα του πληρώματος, στο σαλόνι, στους διαδρόμους, στις αποθήκες, όπως και στο κατάστρωμα υπήρχαν σκορπισμένα προσωπικά αντικείμενα, σα να έγινε γρήγορη εγκατάλειψη και να προσπάθησαν τα μέλη του πληρώματος να πάρουν μαζί τους ό,τι προλάβαιναν. Από τη γέφυρα απουσίαζαν όλοι οι χάρτες ναυσιπλοΐας και το ημερολόγιο του πλοίου.

 

Το αναπάντεχο φορτίο

 

Όταν οι δύο μοναχοί προσπάθησαν να κατέβουν στα κατώτερα μέρη του πλοίου, διαπίστωσαν ότι ήταν πλημμυρισμένα από θάλασσα που είχε εισέλθει λόγω πιθανού ρήματος. Όλα έδειχναν ότι το πλοίο είχε εγκαταλειφθεί από το πλήρωμά του κάτω από άγνωστες συνθήκες. Ωστόσο οι αποθήκες τροφίμων του πλοίου ήταν κατάφορτες! Καθώς ο εφοδιασμός τροφίμων ήταν την περίοδο εκείνη αδύνατη όχι μόνο για το Άγιο Όρος αλλά για όλη τη χώρα, οι μοναχοί αποφάσισαν να κουβαλήσουν με τη βάρκα τους ό,τι μπορούσαν. Δεν ήταν μόνο τα τρόφιμα αλλά όλος ο διάκοσμος του πλοίου θα μπορούσε να αξιοποιηθεί. Μηχανήματα ασυρμάτου, κουρτίνες και σκεπάσματα δωματίων και σαλονιών, ηλεκτρικοί λαμπτήρες και ανεμιστήρες, τηλέφωνα, σαπούνια, χαλιά, πετσέτες, σεντόνια και κουβέρτες, σερβίτσια και μαγειρικά σκεύη και πολλά άλλα αντικείμενα.

 

Καθώς η μικρή αλιευτική λέμβος των δύο μοναχών δεν θα μπορούσε να χωρέσει όλον αυτόν τον διάκοσμο, κατέβασαν και τη μια σωστική λέμβο που είχε απομείνει στο κατάστρωμα για να τη φορτώσουν, αφού πρώτα την έδεσαν πίσω από την δική τους. Πραγματοποίησαν μια διαδρομή με τα δύο μικρά σκάφη να είναι φορτωμένα ως πάνω μέχρι τη μικρή σκάλα της σκήτης τους. Οι δύο μοναχοί όμως είχαν αφήσει άλλα τόσα στο κατάστρωμα του πλοίου για ένα δεύτερο δρομολόγιο. Καθώς ετοιμάζονταν να το πραγματοποιήσουν φάνηκε ένα μικρό πετρελαιοκίνητο σκάφος να πλησιάζει το «Αλμπέρτα».

 

 

Οι μοναχοί το αναγνώρισαν καθώς τους ήταν γνωστό. Ανήκε σε έναν ψαρά στον Σωτήριο Μαλεσιώτη από το Τρίκερι που ειδοποιημένος από μια άλλη σκήτη, αυτή της Αγίας Άννας, περί ενός παράξενου πλοίου, έσπευσε και εκείνος να δει τι συμβαίνει. Όταν ο Μαλεσιώτης ανέβηκε στο κατάστρωμα βρήκε τα συγκεντρωμένα υλικά που δεν πρόλαβαν οι δύο μοναχοί να φορτώσουν και τα κουβάλησε στο δικό του σκάφος και απέπλευσε για την σκήτη της Αγίας Άννας.

 

Η προσάραξη του πλοίου Αλμπέρτα

 

Τόσο οι δύο μοναχοί όσο και ο ψαράς Μαλεσιώτης δεν μπόρεσαν να εκτελέσουν άλλο δρομολόγιο, καθώς άρχισε να φυσά ισχυρός άνεμος που ήταν αποτρεπτικός για τα μικρά τους σκάφη. Αυτός ο άνεμος παρέσυρε το «Αλμπέρτα» προς τη Σιθωνιάν άκρη και το εξόκειλε στα αβαθή της θέσης Καλαμίτσα στο χωριό Συκιά.

 

Εκεί αργότερα στο βρήκαν οι Γερμανοί οι οποίοι το ρυμούλκησαν το επισκεύασαν και το χρησιμοποίησαν για δικές τους μεταφορές στο Αιγαίο. Κανείς δεν έμαθε κάτω από ποιες συνθήκες εγκαταλείφθηκε το πλοίο.

 

Η περίπτωση του πλοίου-φαντάσματος «Αλμπέρτα» παραμένει μέχρι και σήμερα ανερμήνευτη, καθώς το πλοίο με αυτό το όνομα δεν έχει εξακριβωθεί.