Κάποτε ένας ταλαίπωρος και δυστυχής χριστιανός της περιοχής, υπέκυψε στον πειρασμό του Σατανά και μπήκε στην Εκκλησία για να κλέψει τα αφιερώματα της εικόνας της Παναγίας. Δεν κλείδωναν τότε τις πόρτες στα εξωκκλήσια. Οι άνθρωποι τα χρησιμοποιούσαν και σαν καταφύγια σε περίπτωση βροχής και ξαφνικής κακοκαιρίας. Μόνος του λοιπόν ήταν όταν μπήκε ο κλέφτης. Πήρε τα αφιερώματα και βιάστηκε να φύγει. Πού όμως ήταν η πόρτα; Τρεις ώρες έψαχνε στα χαμένα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή αλλά ο ίδιος δεν την έβλεπε. Η αγωνία του κορυφώθηκε, αλλά το πάθος του τον τύφλωνε. Και τότε έφθασε κάποια γριούλα. Τον βρήκε να ψάχνει και να προσπαθεί να βγει από το ναό. - Τι έπαθες Χριστιανέ μου, τον ρωτά. Τρόμαξε ο ταλαίπωρος και έχασε τα λόγια του... - Να θέλω να βγω... μα δε μπορώ. - Μήπως εσύ πήρες τα χρυσά από την Παναγία; συνέχισε η γριούλα, ενώ τα μάτια της έπεφταν επάνω στην Άγια Εικόνα Της. - Ναι, λέγει τότε έντρομος ο δράστης, και άρχισε να κλαίει. -Βάλε παιδάκι μου στη θέση τους ότι πήρες και γονάτισε μπροστά Της. Το έκανε ο ταλαίπωρος και αμέσως το μυαλό του ξεκαθάρισε και έφυγε τρεχάτος.