Ο Φώτης Τριάρχης στο δημοσίευμά του "Ο θρύλος της Παναγούδας" διασώζει, περιγράφοντάς το μάλιστα με τρόπο γλαφυρότατο, το θαύμα της θεραπείας της γυναίκας του Πασά. Το θεωρεί δε, και σα βασική αιτία για το μεγάλωμα της εκκλησίας στη σημερινή της κατάσταση. "Εκείνα τα χρόνια, γράφει, ζούσε στις Μαριές ένας τετραπέρατος άνθρωπος. Μονέδα τον φώναζαν οι συγχωριανοί του για την εξυπνάδα του και το επιχειρηματικό του πνεύμα. Κι ενώ το πραγματικό του όνομα ξεχάστηκε ο θρύλος διατήρησε, μέχρι τις ημέρες μας, το παρατσούκλι του... Ο Μονέδας στάλθηκε κάποτε από την Κοινότητα των Μαριών στην Κωνσταντινούπολη, για την επίλυση κάποιου γενικού αιτήματος των κατοίκων από τον Σουλτάνο. Στην αποστολή του αυτή πέτυχε χάρις στην εξυπνάδα του, αλλά και στην φιλία ενός Τούρκου Πασά που γνώρισε εκεί. Ο Πασάς εκτιμώντας τον Μονέδα για τον χαρακτήρα του και την ευφυία του, τον φιλοξένησε σπίτι του για λίγες μέρες. Πόνο μεγάλο είχεν ο Πασάς. Η πρώτη του γυναίκα, η καλή Φατμέ, που υπεραγαπούσε, ήταν εδώ και λίγα χρόνια ανίατα άρρωστη. Η πρωτοκόρη της η πολυαγαπημένη, μαθαίνοντας ότι θα την πάντρευαν μ' έναν γέρο Πασά, ενώ αυτή αγαπούσε κάποιον άλλον νεαρό Μπέη, πήρε φαρμάκι κι αυτοκτόνησε. Αυτό έφερε στη χανούμισσα τέτοιο ψυχικό κλονισμό που έπεσε κάτω αναίσθητη για πολλές ώρες. Από τότε κείτοταν παράλυτη και βουβή μεσ' το κονάκι. Ο Πασάς την πήγε στους καλύτερους γιατρούς της Πόλης. Ακόμα και στην Γαλλία την ταξίδεψε, που φημίζονταν τότε για την πρόοδο στην ιατρική. Ο Μονέδας μόλις έμαθε το ιστορικό Της, την λυπήθηκε κι είπε στον πασά, αυθόρμητα: Εμείς τον γιατρό που χρειάζεστε τον έχουμε στο χωριό μας. Και του ιστόρησε τα θαύματα της Παναγούδας των Μαριών και την ιστορία του μικρού ξωκκλησιού... Ο Μονέδας γύρισε έπειτα από μερικές ημέρες στο χωριό του. Ξέχασε την άρρωστη χανούμισσα και όσα είπε... Ξάφνου μιαν ημέρα φτάνει αλαφιασμένος ο βιγλάτορας στο σπίτι και του λέει: -Κάτω στην Σκάλα ήρθε με καράβι ένας Τούρκος Πασάς, μαζί με μιαν άρρωστη χανούμισσα και σε ζητούνε. Κεραυνός να έπεφτε πάνω στον Μονέδα θα του έκανε λιγότερη εντύπωση. Χαθήκαμε, σκέφτηκε. Αν δεν γίνει καλά η Χανούμισσα ο Πασάς θα νομίζει ότι τον κορόϊδεψα και θα μας σφάξει όλους. Φώναξε τότε τον παπά και τις γυναίκες του χωριού και τους έστειλε στο μικρό ξωκκλήσι της Παναγούδας να προσευχηθούν, εξηγώντας τους τι συμβαίνει. Εκείνες με την αγνή κι άδολη πίστη εκείνων των χρόνων πήγαν στο ξωκκλήσι, άναψαν τα κεριά τους και ικέτεψαν γονατιστές μαζί με τον παπά την Παναγία να κάνη καλά την Χανούμισσα και να σωθή το χωριό τους. Εν τω μεταξύ ο Μονέδας έφερε τον Πασά με την γυναίκα του στο ξωκκλήσι. Την Χανούμισσα την ξάπλωσαν μαζί με το φορείο της, μπροστά στο άγιο εικόνισμα που κρέμονταν από το τέμπλο. Γύρω της προσεύχονταν οι γυναίκες, κι ο παπάς με την βραχνή φωνή του έψελνε. Ο Μονέδας με τον Πασά έμειναν απ' έξω από το ξωκκλήσι και έκαναν βόλτα για να δουν τ' αξιοθέατα και να θαυμάσουν την ομορφιά του Θασιακού τοπίου. Ξαφνικά πίσω τους άκουσαν μια γυναικεία φωνή, αδύνατη, να τους μιλά Τουρκικά. Ο Πασάς γύρισε να δη με λαχτάρα. Ο Μονέδας κοίταζε και δεν πίστευε. Περπατώντας σιγά-σιγά μοναχή της ερχόταν προς αυτούς η χανούμισσα. Η παράλυτη και βουβή χανούμισσα... Θαύμα ιερό και πολυθαύμαστο. - Πως σηκώθηκες την ρώτησεν ο πασάς. - Ήρθε μια όμορφη μαυροφορεμένη χριστιανή και μου είπε. Σήκω να βγούμε έξω. Κι εγώ την ακολούθησα. Μα μόλις σηκώθηκα χάθηκε από τα μάτια μου. Μήπως την είδατε; Ο Πασάς με δάκρυα στα μάτια αγκάλιασε την γυναίκα του. Όλες οι χριστιανές είχαν βγει από το ξωκκλήσι και βλέποντας την Χανούμισσα να περπατά και να μιλά, γονάτισαν στο ύπαιθρο κι έκαναν τα σταυρό τους με τρεμάμενο χέρι. Η Θεία και αόρατη παρουσία της Παναγίας, στον χώρο εκείνο, τις έκανε να νοιώθουν ένα δέος και να κλαίνε από συγκίνηση και χαρά για το θαύμα. Η χανούμισσα δακρυσμένη κι εκείνη έσκυψε και τις φίλησε όλες μία-μία. Κι ο Πασάς έταξε: - Ό,τι θέλετε θα σας δωρήσω φτάνει να μπορώ. - Την εκκλησία Πασά μου, να μας αφήσης να κτίσουμε στην Παναγία, που έκανε καλά την γυναίκα σου. Εμείς δεν θέλουμε τίποτα για μας. - Αυτό είναι πολύ δύσκολο μα θα κάνω ότι μπορώ..." Και ο κ. Τριάρχης καταλήγει τη διήγησή του: "Έτσι κατά τη γνώμη μου κτίστηκε η Εκκλησία".